Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ΜΝΗΜΗ ΙΩΣΗΦ ΚΑΙ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ


Οἱ τολμήσαντες. 
Τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τρίτη ἀπὸ τοῦ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία μας μαζὶ μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες τιμᾷ καὶ τὴ μνήμη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμονος βουλευτοῦ καὶ κρυπτοῦ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ὅστις «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῷμα τοῦ Ἰησοῦ… καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελών αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου…». (Μάρκ. ιε΄, 46). Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου «ἦλθε καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθών πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μεῖγμα σμύρνης καὶ ἁλόης ὡς λίτρας ἑκατόν. Ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν…» (Ἰω. 19, 39-40).


Οἱ δύο αὐτοὶ ἄνδρες, Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, εὐσχήμονες βουλευταί, ἐξέχοντα μέλη τῆς Ἰουδαϊκῆς Κοινωνίας, παρέμειναν κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ταφῆς. Δὲν ἦταν δειλοί. Ἔτσι τοὺς ἤθελε τὸ Σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Οἱ αἰῶνες μακαρίζουν τὸ ἅγιο ἔργο ποὺ ἐπετέλεσαν καὶ θαυμάζουν τὴν τόλμη τους. Τὴν ὥρα ποὺ ὅλα ἐσίγησαν, τότε ποὺ ὅλοι ἐκρύβησαν, οἱ δύο αὐτοὶ ἐτόλμησαν.

Συγκλονιστική, ἰδιαίτερα, εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάζει τὸν Κύριο «ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας…» «… καὶ ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἦν τεθαμένος…», ἕνα τάφο, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Ἰωσὴφ μᾶλλον γιὰ τὸν ἑαυτό του, σκαλισμένο σὲ βράχο μέσα σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα του, ἕνα τάφο καινό, καινούργιο, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ χρησιμοποιήθηκε. Θεία φώτιση ὁδήγησε τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τοῦ Ἰωσήφ. Δὲν φαντάστηκε ἀσφαλῶς ποτὲ ὁ Ἰωσήφ, ὅτι ὁ τάφος ποὺ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἑτοίμασε, θὰ γίνει ὁ Ὄλβιος ἐκεῖνος τάφος, ὁ ὁποῖος «…ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…», ὅπως ψάλλει ὁ Κανόνας τοῦ Μεγ. Σαββάτου, καὶ ὅπως ἑκατοντάδες φορὲς ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια. Ὁ καινός, ὁ καινούργιος τάφος, ὁ ὁποῖος «νεοποιεῖ», ἀνακαινίζει τοὺς γηγενεῖς, ὅλο τὸν κόσμο, μὲ τὶς εὐλογίες, ποὺ ἀπ’ αὐτὸν ἐκπηγάζουν.

Ἐντυπωσιακὲς καὶ συγχρόνως ἡρωϊκὲς οἱ φυσιογνωμίες τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, τὸ ἔργο τῶν ὁποίων ἀναφέρουν καὶ οἱ τέσσαρες Εὐαγγελιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ γενεὲς τῶν πιστῶν ἐπὶ αἰῶνες μακαρίζουν. Ἐξ ἴσου ὅμως ἡρωϊκὲς εἶναι καὶ οἱ φυσιογνωμίες τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, ἀφοσιωμένων μαθητριῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ δὲν ἔλειψαν οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ δασκάλου τὴ μαρτυρικὴ ἐκείνη βραδυὰ τῆς σύλληψης καὶ τῆς δίκης, τῶν Παθῶν καὶ τοῦ θανάτου, μέχρι καὶ τὴν ταφή του. Παρακολουθοῦν στιγμὴ πρὸς στιγμὴ τὰ πάντα, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ γιατί στὸ βάθος πίστευαν, ὅτι ὁ δάσκαλός τους, ὅπως προεῖπε, θὰ ἀναστηθεῖ. Γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, γιὰ τὴν ἀκλόνητη πίστη τους θὰ ἀμειφθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο. Πρῶτες αὐτὲς θὰ πληροφορηθοῦν τὴν Ἀνάσταση· πρῶτες αὐτὲς θὰ ἀξιωθοῦν νὰ δοῦν τὸν ἀναστημένο Κύριο.

Μὲ πολλὴ σοφία οἱ ἅγιοι Πατέρες, δομήτορες τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐθέσπισαν νὰ συνεορτάζονται οἱ τελευταῖοι ποὺ εἶδαν νεκρὸ τὸν Κύριο καὶ φρόντισαν τὴν κηδεία του, Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, μὲ ἐκεῖνες ποὺ πρῶτες τὸν εἶδαν ἀναστημένο, τὶς Μυροφόρες.


Ἡ Ἐκκλησία ἐκτιμώντας μεγάλως ἐξ ἀρχῆς τὸ ἔργο τόσο τῶν Μυροφόρων, ὅσο καὶ τῶν δύο εὐσχημόνων βουλευτῶν, ἀφιέρωσε σ’ αὐτοὺς ἑκατοντάδες ὕμνους ποὺ διάσπαρτοι στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ὑπενθυμίζουν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἐκκλ. ἔτους τὸ ἔργο τους αὐτὸ καὶ προσφέρουν ἀφθόνως τὰ μηνύματα τῆς χαρᾶς καὶ σωτηρίας.

Πέρα ἀπὸ τὰ ἐγκώμια, τὸν ἐπιτάφιο θρῆνο τοῦ ὄρθρου τοῦ Μεγ. Σαββάτου, «Αἱ μυροφόροι γυναῖκες» εἶναι παροῦσες σὲ ὅλα τὰ ἀναστάσιμα «Κοντάκια» καὶ σὲ ὅλα τὰ τροπάρια ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα «Ὑπακοή», ποὺ παλαιότερα ἦταν μεγάλα πολύστροφα ποιήματα μὲ ὁλοκληρωμένο θεολογικὸ καὶ ἱστορικὸ περιεχόμενο. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε ἐδῶ τὴν Ὑπακοὴ τοῦ πλάγ. δ΄ ἤχου, τὴν διασωθεῖσα δηλ. πρώτη στροφὴ τοῦ ποιήματος: «Αἱ μυροφόροι τοῦ ζωοδότου ἐπιστᾶσαι τῷ μνήματι, τὸν Δεσπότην ἐζήτουν, ἐν νεκροῖς τὸν ἀθάνατον· καὶ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐκ τοῦ ἀγγέλου δεξάμεναι τοῖς ἀποστόλοις ἐμήνυον, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.»

Τὰ ἀναστάσιμα εὐλογητάρια, ποὺ ὅλοι γνωρίζομε, καὶ ὅλοι μὲ ἀγαλλίαση ἀκοῦμε στὸν ὄρθρο κάθε Κυριακῆς, τὸ ἔργο τῶν Μυροφόρων ἐξυμνοῦν καὶ αὐτά.

Τὸ πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν Μυροφόρων, ποὺ «Λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ἔσπευσαν, φλεγόμεναι ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Διδασκάλου, νὰ ἀλείψουν τὸν νεκρὸ μὲ ἀρώματα, ἀλλὰ καὶ τῶν δύο ἀνδρῶν, τῶν εὐσχημόνων βουλευτῶν, Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμου, ποὺ ἐνεταφίασαν τὸ σῶμα τὸ «ἄχραντον», ἴσως δὲν ἔχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως. Τὴν σπουδαιότητα αὐτὴ μᾶς τὴν πληροφορεῖ τὸ ὑπόμνημα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν τῶν ἁγίων γυναικῶν Μυροφόρων ἑορτὴν ἑορτάζομεν· ἔτι δὲ μνείαν ποιούμεθα καὶ τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ὃς ἦν μαθητὴς κεκρυμμένος· πρὸς δὲ καὶ τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου. Τούτων αἱ μὲν γυναῖκες αὗται εἰσὶ μάρτυρες ἀψευδεῖς καὶ πρῶται τῆς ἀναστάσεως· Ἰωσὴφ δὲ καὶ Νικόδημος τῆς ταφῆς, ἃ δὴ καὶ κυριώτερά εἰσι καὶ συνεκτικώτατα τοῦ καθ’ ἡμᾶς δόγματος.». Τὸ ὀρθόδοξο δηλαδὴ δόγμα διδάσκει καὶ ἀπαιτεῖ ὅτι ὁ Κύριος ὄχι μόνο ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανε, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ἀνεστήθη. Βασικοὶ ὅμως μάρτυρες τοῦ μὲν θανάτου καὶ τῆς ταφῆς εἶναι ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Ἰωσήφ, τῆς δὲ ἀναστάσεως οἱ Μυροφόρες. Αὐτοὺς ἐπέλεξε ἡ θεία Οἰκονομία.

Τὰ ὀνόματα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, αὐτὰ ποὺ καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς σημειώνουν, καὶ τὸ παραπάνω ὑπόμνημα τοῦ Πεντηκοσταρίου ἀναφέρει εἶναι: Μαρία ἡ Μαγδαληνή, Σαλώμη ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου, Ἰωάννα τοῦ Χουζᾶ, Μαρία καὶ Μάρθα, ἀδελφαὶ Λαζάρου, Μαρία ἡ τοῦ Κλοποῖ, Σωσάνα, καὶ Μαρία ἡ μήτηρ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ. Ἀναφέρεται ὅτι ὑπῆρχαν «καὶ ἄλλαι τινές».

Ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μετὰ τὴν τόλμη τους νὰ θάψουν τὸ ἄχραντο σῶμα μπαίνουν σὲ ἀφάνεια. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔμειναν ἄπρακτοι. Ἡ παράδοση καταγράφει, ὅτι τόσο αὐτοί, ὅσο καὶ οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, ἔγιναν οἱ πρῶτοι θερμοὶ κήρυκες τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἐγέρσεως, ἐνῶ οὐδεὶς τῶν μαθητῶν, «κεκρυμμένων διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἐκήρυξε πρὶν τὴν πεντηκοστή.



Ἰδιαίτερα σημειώνουμε, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος πλήρωσαν ἀκριβὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό τους νὰ θάψουν τὸν Κύριο. Ὄχι μόνο ἔγιναν ἀποσυνάγωγοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ βουλευτικὸ ἀξίωμα καθαιρέθηκαν, καὶ ἄλλες πολλὲς τιμωρίες ὑπέστησαν καὶ διωγμούς. Παρὰ ταῦτα ἔμειναν πάντα μάρτυρες καὶ κήρυκες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ ἅγιοι ἄνδρες εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μας, Πρωτομάρτυρες μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια τῆς λέξεως.

Στοὺς δύο αὐτοὺς ἡρωϊκοὺς ἄνδρες ἀφιερώνουμε τὸ παρακάτω προσόμοιο ἀνέκδοτο τροπάριο.

Ἦχος δ΄
«Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν…»
«Καὶ εὐσχήμονες ὤφθητε, καὶ γενναῖοι ἐδείχθητε,
τό κηδεῦσαι τολμήσαντες τὸν Διδάσκαλον·
ὅτι τὸν φόβον νικήσαντες, τὸ σῶμα μυρίσαντες,
ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ κατεθέσατε ἅγιοι, καὶ ἐκηρύξατε
Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημε ἐκ τάφου τόν Χριστόν ἀναστάντα
καὶ τὸν κόσμον φωτίσαντα.»