Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


        Τὸ Καινὸν Φῶς
«Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος
σοί, Χριστέ, προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς,
ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι:
Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.»
Ἰωάνν. 9, 1 – 39


Τὸ παραπάνω Κοντάκιο τῆς Κυριακῆς τοῦ τυφλοῦ, ποὺ πιθανώτατα εἶναι τοῦ Ε΄ αἰῶνος, εἶναι δεῖγμα τῆς πνευματικότητος τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἀριστουργηματικοῦ τρόπου ὀργάνωσής της ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ἐμφάνισής της.

Δὲν ἔχομε, δυστυχῶς, στὰ χέρια μας ὁλόκληρο τὸ ποίημα, γιὰ νὰ ἀντλήσωμε περισσότερα. Ἔχομε μόνο τὴν περίληψή του, ποὺ ἐν συντομίᾳ, ἐν κοντῷ (ἐξ’ οὗ καὶ Κοντάκιο) περιέχει τὴν ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς. Εἶναι ὅμως ἀρκετὸ τὸ νόημα τῶν ὀλίγων συντόμων στίχων τοῦ παραπάνω τροπαρίου, ὥστε νὰ καταδειχθεῖ τί ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ, τὴν ὁποία καὶ τοποθέτησε μέσα στὴ λαμπρὴ περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.

Ὅπως καὶ στὶς περιπτώσεις τοῦ ἐπὶ τριάντα καὶ ὀκτὼ ἔτη παραλύτου καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς Σαμαρείτιδος, ἡ Ἐκκλησία βλέπει μέσα ἀπὸ τὸ θαῦμα, ὄχι μόνο τὴ θεραπεία τῆς σωματικῆς ἀσθένειας, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια, τὴν ψυχικὴ τύφλωση. Ἀπὸ αὐτὴν θέλει νὰ προφυλάξει· «ὡς καλὸς ἰατρὸς» ἡ Ἐκκλησία, τὴν ψυχικὴ τύφλωση θέλει νὰ προλάβει, ἢ νὰ θεραπεύσει, ὅπου αὐτὴ ἔχει, τυχόν, ἐνδημήσει. Δεκάδες εἶναι οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας ποὺ ἐπιμένουν στὴν ἑρμηνεία αὐτὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ παραπάνω Κοντάκιο, τὸ ὁποῖο καὶ μεταφέρομε στὴν ὁμιλουμένη μὲ ἐλεύθερη μετάφραση.

«Τραυματισμένος βαριὰ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου
σὲ ’Σένα γιὰ βοήθεια καταφεύγω, Χριστέ,
ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς κάποτε,
καὶ μετανοιωμένος βαθιὰ ὁμολογῶ:
Σὺ εἶσαι τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρο ὅλων, ὅσων στὸ σκότος ζοῦν.»

«Σὺ εἶ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς, τὸ ὑπέρλαμπρον…» ψάλλει ὁ ὑμνωδὸς τοῦ Κοντακίου. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἓξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς…» (Ἰω. 8, 12) καὶ ἀλλοῦ: «… εἰς κρῖμα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἳνα οἱ μὴ βλέποντες βλέψωσιν, καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται…», καὶ ἀσφαλῶς μὲ τὰ τελευταῖα λόγια ἐννοεῖ τὴν ψυχικὴ τύφλωση, τὴν καταστροφὴ τῶν ψυχικῶν αἰσθητηρίων, αὐτὴν ποὺ καὶ ὁ ὑμνογράφος τῆς ἡμέρας ἐννοεῖ, ὅταν ψάλλει: «… αὐτὸς καὶ νῦν, φιλοπάροχε, καὶ ἡμῶν καταύγασον τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια…» καὶ «Τὰ ὄμματα ἀνοίξας τοῦ μὴ ἰδόντος τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ψυχῆς ἐφώτισας κόρας…», ὥστε νὰ μὴ πέσει σὲ ψυχικὴ τύφλωση.

Ἡ θεϊκὴ παγγνωσία τοῦ Χριστοῦ εἶδε τὴν καθαρὴ καὶ εὐλαβικὴ ψυχή, καὶ ἡ ἄπειρη εὐσπλαχνία του θεράπευσε τὸν τυφλό. Δὲν τὸν θεράπευσε τὸν τυφλὸ ἡ κολυμβήθρα, οὔτε ὁ πηλός, ἀλλὰ ὁ παντοδύναμος λόγος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ βαθιὰ πίστη του. Ὁ Κύριος προεῖδε ἀκόμη, ὅτι ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς θὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τοὺς φωτεινότερους μαθητὲς καὶ διδασκάλους τοῦ λόγου του, ὅπως καὶ ἔγινε, κατὰ τὴν Παράδοση. Τὸ δεύτερο ἐξαποστειλάριο τῆς ἡμέρας σημειώνει, ὅτι ὁ τυφλὸς «νιψάμενος» εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ «ἦλθε βλέπων τὸ φῶς σου, Χριστέ μου». Δὲν βρῆκε μόνο τὸ φυσικὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς ζωῆς. «Οὐ μόνον γὰρ τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς διήνοιξας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τῆς ψυχῆς…» συμπληρώνει ἀμέσως παρακάτω τὸ δοξαστικό τῆς ἡμέρας.

Τὰ αἴτια τῆς ψυχικῆς τύφλωσης, ὅπως αὐτὴ παραπάνω ἀναφέρθηκε, ἀλλὰ καὶ τὸ φάρμακο, τὸ ἀντίδοτο γιὰ τὴ θεραπεία της ἀναφέρονται μὲ τρόπο ἀριστουργηματικὸ στὸ πρῶτο ἐξαποστειλάριο τῆς ἡμέρας, τὸ ὁποῖο καὶ ὁλόκληρο παραθέτομε:
«Τοὺς νοερούς μου ὀφθαλμούς, πεπηρωμένος, Κύριε, ἐκ ζοφερᾶς ἁμαρτίας σὺ φωταγώγησον ἐνθείς, οἰκτίρμον, τὴν ταπείνωσιν καὶ τοῖς μετανοίας καθάρας μὲ δάκρυσιν.»

Ταπείνωση καὶ μετάνοια, τὸ ἀντίδοτο. Δύο ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀρχή, τὴν πύλη τῆς θεραπείας. Δύο ἀρετὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερο τρόπο διδάσκει στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου μὲ τὶς δύο παραβολὲς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, καὶ τοῦ Ἀσώτου. Δύο ἀρετὲς ποὺ ὁδηγοῦν μὲ ἀσφάλεια στὴν πίστη γιὰ τὸ μέγα ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία ὡς ταμιοῦχος τῆς χάριτος καὶ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ εἶναι καὶ Οἴκος Εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν τὸν ρόλο, τὸν ρόλο τοῦ ἰατροῦ «τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» κληροδότησε σ’ Αὐτὴν ὁ Μέγας Ἰατρός.

Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, καὶ οἱ «κακίᾳ τυφλώττοντες». Ἀσθενεῖς ἀνίατοι· τυφλοὶ ἀθεράπευτοι, ἀφοῦ τὸ ἀντίδοτο, τὸ φάρμακο θεραπείας, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ μετάνοια, εἶναι ἄγνωστο σ’ αὐτούς. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνίατη τύφλωση θέλει ὁ ὑμνογράφος τῆς ἡμέρας νὰ προφυλάξει τὸν πιστὸ μὲ τὸ προσόμοιο τροπάριο τῆς Τρίτης μετὰ τὴν Κυριακή του Τυφλοῦ. Τὸ κείμενο εἶναι τόσο καταλυτικό, ὥστε περιττεύει κάθε σχόλιο.

«Τρόπαιον ἀριστείας τυφλὸς κατὰ βλεπόντων ἐξήρατο·
τὸν κτίστην γὰρ τὸν τούτου καὶ πλαστουργὸν τοῦ παντός,
καὶ τυφλὸς ὑπάρχων ἐθεάσατο, ἰδὼν τὴν ὀμμάτωσιν,
τὴν πλασθεῖσαν ἐκ πτύσματος· καὶ ταύτῃ μόνῃ ἐπιγνοὺς τὸν φωτίσαντα καὶ Υἱὸν Θεοῦ καὶ Δεσπότην παγκόσμιον, ὃν οἱ ὁρῶντες
φθόνου κακίᾳ τυφλώττοντες ὅλως οὐκ εἶδον
καὶ ταῦτα πολλαπλασίονα βλέποντες ἐκ τούτου θαυμάτων
ἐνεργείας παραδόξους μόνοις τοῖς ρήμασιν.»

Τέλος ἕνα ἄλλο συμβολισμὸ ποὺ διακρίνουν οἱ ὑμνογράφοι στὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἡ θεραπεία, ἡ ἀνακαίνιση, ὄχι μόνο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὅλου τοῦ κόσμου, μιὰ ἀλήθεια ποὺ καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ θεανθρώπινα χείλη εἰπώθηκε: «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. 21, 5), ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ τὴν κεντρικὴ Ἰδέα, τὸ κεντρικὸ δόγμα τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνολογίας. «Χριστὸς γεννᾶται τὸν κόσμον ὅλον θέλων ἀνακαινίσαι». Ἡ ἀνακαίνιση, ἡ νεοποίηση, εἶναι καὶ ἡ κεντρικὴ Ἰδέα τοῦ Κανόνος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τοῦ πλουσιοτέρου, κατὰ τὴ γνώμη μας, ὕμνου τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ τυφλός τῆς περικοπῆς μας ἦταν ψυχὴ καθαρή. Τυφλὸς στὰ φυσικὰ μάτια, δὲν εἶδε ποτὲ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ· Δὲν εἶδε τὸ φῶς τοῦ Ἥλιου. Ἔφθαναν ὅμως στὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς του ἄφθονες οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀενάου φωτός, τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Διαφορετικὰ δὲν θὰ ζητοῦσε μὲ τόση πίστη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Παντογνώστης εἶδε τὴν φωτεινὴ αὐτὴ ψυχή· Εἶδε τὴν δύναμη καὶ τὴν χρησιμότητά της. Εἶδε τὴν εὐλογημένη διαδρομή της στὸ μέλλον. Θὰ θεραπευθεῖ ὁ τυφλός, θὰ σωθεῖ ἕνας δυνατὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ γίνει μάρτυρας καὶ κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ. Λίγες στιγμὲς γνωριμίας ἦταν ἀρκετὲς γιὰ τὴν φωτεινὴ αὐτὴ ψυχὴ νὰ ὁμολογήσει: «… πιστεύω Κύριε…» καὶ «προσεκύνησεν αὐτῷ…».

«Τρόπαιον ἀριστείας τυφλὸς κατὰ βλεπόντων κατὰ κράτος ἐξῄρατο».