Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ


Ὁ Υἱὸς τῆς βροντῆς 
«Θεολογῶν ἐβρόντησας, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ πρὸς Θεὸν ὁ Λόγος ἦν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος, ἀπόστολε Ἰωάννη· τοῦ Χριστοῦ γὰρ τῷ στήθει ἐπιπεσών, κἀκεῖθεν δὲ πλῆρες θεολογίας ρεῖθρον ζωῆς, μάκαρ ἀρυσάμενος Θεολόγε, τὴν κτίσιν ἄρδεις ἅπασαν, ἣτις σὲ καὶ γεραίρει.»
(Ἑξαποστειλάριον Ἰωάν. Θεολόγου)


Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ὁ «ἠγαπημένος τοῦ Κυρίου μαθητής», ὁ πρῶτος καὶ ὁ μεγαλύτερος Θεολόγος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μέγας, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του.

Πρῶτος Θεολόγος, ὄχι μόνο χρονικά. Πρῶτος Θεολόγος καὶ χρονικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὁ «ἠγαπημένος μαθητής», ὁ «ἐπιπεσών τῷ στήθει τοῦ Ἰησοῦ» κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, «κἀκεῖθεν ἀντλήσας Θεολογίας τὰ νάματα» καὶ «πλήρης ἀγάπης καὶ πλήρης θεολογίας γενόμενος», μᾶς ἄφησε πέντε ἔργα «πλήρη θεολογίας» καὶ αὐτά. Τὸ Εὐαγγέλιό του, τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, ὅπως τὸ ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία, τὸ θεολογικότερο ἀπὸ ὅλα, τρεῖς ἐπιστολές του καὶ τὴν Ἀποκάλυψη.

Εἶναι θεολόγος θεοδίδακτος. Δὲν πῆγε σὲ διδασκαλεῖο· δὲν φοίτησε σὲ Πανεπιστήμια· Ἄντλησε τὰ νάματα τῆς θεολογίας κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν τὸ βράδυ ἐκεῖνο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ἔχοντας τὸ θάρρος μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ φιλία τοῦ Διδασκάλου «ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ», λένε οἱ ὑμνογράφοι, δὲν ἔμαθε μόνο ποιὸς εἶναι ὁ προδότης, ἀλλὰ ἄντλησε ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στῆθος ὅλη τὴ διδασκαλία, ὅλην τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι ὁ Ἰωάννης «θέμεθλος τῆς ἀκραιφνοῦς ἡμῶν πίστεως», θεμέλιο τῆς γνήσιας, τῆς ἀληθινῆς πίστεώς μας. «…ποταμοὶ θεολογίας ἐκ τοῦ τιμίου σου στόματος ἀνέβλυσαν, ἐξ’ ὧν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀρδευομένη προσκυνεῖ Ὀρθοδόξως Τριάδα Ὁμοούσιον» λέγει ὁ ὑμνογράφος γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, καὶ ὑπονοεῖ σαφῶς τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὁ Ἰωάννης εἶναι «θέμεθλος», «καλλιγραφήσας πρῶτος τὴν ἄναρχον γέννησιν καὶ τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν» ψάλλει ἄλλος ὕμνος τῆς ἡμέρας.

«Ἐξ’ ἁλιέων, ἁλιεὺς ἀνθρώπων καὶ θεολόγος», ὁ Ἰωάννης διδάχθηκε τὴν θεολογία ἀπὸ τὰ θεανθρώπινα χείλη, καὶ τὴν ὑπηρέτησε μέχρι καὶ τὶς τελευταῖες λέξεις ποὺ μποροῦσαν νὰ προφέρουν τὰ ὑπέργηρα χείλη του μὲ τὸ «τεκνία ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», περικλείοντας ὅλη τὴν θεολογία μέσα σὲ μία μόνο λέξη, τὴν ἀγάπη, ὅπως καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος (Α΄ Κόρ. 13, 1-8).

Πρῶτος θεολόγος. Τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου ἔλαβον μετὰ τὸν ἐπιστήθιο μαθητή, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ ἀητὸς τῆς θεολογίας, καὶ μετ’ αὐτὸν ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, καὶ οὐδεὶς ἄλλος. Φειδωλὴ ἡ Ἐκκλησία στὴ χορήγηση τῶν τίτλων, σοφῶς πράττει. Ὅμως, κάνοντας ἐξαίρεση, ἐτίμησε τὸν Ἰωάννη, τόν ἠγαπημένο μαθητή, μὲ ἄπειρα ἄλλα ὀνόματα καὶ τίτλους· τὸν ἐκόσμησε μὲ πλούσια κοσμητικὰ ἐπίθετα, θέλοντας νὰ προβάλει τὸ ἔργο του. «Θεολογίας ἡ σάλπιξ», «ἡ θεοκίνητος λύρα τῶν οὐρανίων ᾠδῶν», «θεατὴς τῶν ἄνω ἀποκαλύψεων» καὶ «αὐτόπτης μυστηρίων ἀπορρήτων», «μυστογράφος» καὶ «θεόπνευστον στόμα» καὶ «κήρυκας πρώτιστος» εἶναι δείγματα μόνον ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες προσωνύμια ποὺ τοῦ χάρισαν οἱ ὑμνογράφοι.


Τὸ Κοντάκιο τοῦ ἁγίου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψει κανεὶς τὰ μεγαλεῖα του: «Τὰ μεγαλεῖα σου, Παρθένε, τὶς διηγήσεται;» «…ὥσπερ οὖν ἄστρα ἐξαριθμῆσαι, καὶ παράλιον ψάμμον οὐκ ἔστιν ὅλως, οὕτως οὔτε τὰ τοῦ Θεολόγου εἰπεῖν ἱκανόν…» δίδεται παρακάτω ἀμέσως ἡ ἀπάντηση. Ὁ κανόνας ἐπίσης τοῦ ἁγίου, ποίημα τοῦ μεγάλου μας ὑμνογράφου Θεοφάνους, εἶναι ἕνα στεφάνι μὲ εὐωδέστατα κρίνα, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία στεφάνωσε τὸν ἠγαπημένο μαθητὴ τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἕνα ποίημα ἀσύγκριτης λογοτεχνικῆς ἀξίας καὶ τέλειας μουσικῆς σύνθεσης. Ἕνα ποίημα πλῆρες θεολογίας, ἄξιό του πρώτου Θεολόγου.

«Ὑπερφυῶς θεολογῶν ἐβρόντησας». Ὀνομάζουν τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, ὅπως καί τὸν ἀδερφὸ του Ἰάκωβο, υἱὸν βροντῆς (Μάρκ. κεφ. 3, 17). Ὁ τόσο ἣπιος χαρακτήρας, ὁ τόσο γλυκύς, τόσο ἣρεμος, βροντοῦσε καὶ ἄστραφτε, ὅταν ἐστρέφετο ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἢ ὅταν ἐκήρυττε στοὺς πιστοὺς τὴν θεολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὸ δοξαστικὸ τῶν στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ ἁγίου ἐπιμένει στὸν χαρακτηρισμὸ αὐτόν, «Υἱὸς βροντῆς», καὶ τὸ διανθίζει μὲ πλῆθος ἄλλα ἐγκωμιαστικὰ προσωνύμια, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι:

«Τῆς Παρθενίας ἀπάνθισμα». Ὁ Ἰωάννης ἐνυμφεύθη καὶ αὐτός, ὅπως ὁ μέγας Διδάσκαλός του, τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔχοντας ὁ Ἰωάννης συνείδηση τῆς μεγάλης του ἀποστολῆς, τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…» Ματθ. 28, 19) ἀφιερώθηκε μόνο σ’ αὐτὴν μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα βήματα τῆς ζωῆς του.

Εἶναι ὁ Ἰωάννης ἡ γλυκύτερη μορφὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, μετὰ τὸν Διδάσκαλό του. Τὰ ἱερὰ κείμενα ποὺ μᾶς κληροδότησε, τὸ Εὐαγγέλιο, ἰδιαίτερα ὅμως οἱ ἐπιστολές του, εἶναι τὸ ἐκχύλισμα τῆς ἀγάπης. Γνωρίζοντας αὐτὴν τὴν ἀγάπη, αὐτὴν τὴν καρδιά, ὁ παντογνώστης Κύριος τὸν ἐπέλεξε ὄχι μόνο ὡς φίλον ἐπιστήθιον, ἀλλὰ καὶ ὡς σκεῦος, ὡς ταμεῖον τῆς θεολογίας. Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἡ θεολογία του εἶναι πλήρης.

Ἀνδρεῖος καὶ θαρραλέος. Εἶναι ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς μαθητές, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Κύριο καθ’ ὅλη τὴ μαρτυρικὴ ἐκείνη βραδυὰ τῆς συλλήψεως καὶ τῆς παράνομης δίκης μέχρι καὶ τὸ σταυρὸ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Ἡ μεγάλη του ἀγάπη «ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του αὐτὴ ὁ Κύριος τοῦ ἐμπιστεύεται τὴν Παναγία μητέρα του, λίγο πρὶν ξεψυχήσει ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ: «γύναι ἴδε ὁ Υἱός σου…» «καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰω. 19, 27). Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ ἕνα μαθητή. Εἶναι ἡ ἀνταμοιβὴ τοῦ δασκάλου στὴν ἀπέραντη καρδιὰ τοῦ μαθητοῦ του.

Ἡ καρδιὰ αὐτὴ ποὺ ἐφλέγετο ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο τοῦ Διδασκάλου θὰ παραμερίσει τὶς ἀμφιβολίες καὶ δισταγμούς, ἀλλὰ καὶ τὸν φόβο, ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ θὰ σπεύσει πρὸς τὸ μνημεῖο, ὅταν οἱ Μυροφόρες ἔφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ πρῶτος μαθητής, ποὺ εἶδε τὸν «ἀνεωγμένον τάφον τοῦ Ἰησοῦ» καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἔφθασε λίγα λεπτὰ ἀργότερα «εὗρον τὰ ὀθόνια ἔνδον κείμενα μόνα».

Τὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων ὀνομάζει τὸν Ἰωάννη ἰσάγγελο παρθένο καὶ θεολόγο θεοδίδακτο. Δὲν εἶναι μόνο τῆς παρθενίας ἀπάνθισμα, ὅπως παραπάνω σημειώσαμε, ἀλλὰ παρθένος ἰσάγγελος. Ἡ ἄσκηση, ἡ περισυλλογὴ καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὁ ἁγνὸς βίος, ἐκμηδένισαν τὶς ἀδυναμίες τῆς σαρκὸς καὶ μετεποίησαν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του σὲ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅπως εἶναι οἱ ἄγγελοι.

Ὡς «θεολόγος Θεοδίδακτος» αὐτὸς πρῶτος ἐκήρυξεν «Ὀρθοδόξως τὴν ἄχραντον πλευράν, τὴν βλύζουσαν τῷ κόσμῳ τὸ αἷμα καὶ τό ὕδωρ, ἐν ᾧ τὴν αἰώνιον ζωὴν ποριζόμεθα», ὅτι δηλ. ἡ λογχευθεῖσα πλευρὰ τοῦ Κυρίου, ἀπὸ ὅπου «ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ» εἶναι ἡ πηγὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Παραθέτομε αὐτολεξὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, ὅπου καὶ συμπυκνώνεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς ἡμέρας, καὶ ἀπὸ ὅπου κάθε εὐλαβὴς ψυχὴ μπορεῖ νὰ ἀντλήσει, ὅταν ἡ μουσικὴ ἑρμηνεία του εἶναι ὀρθή.

«Εὐαγγελιστὰ Ἰωάννη, ἰσάγγελε παρθένε, Θεολόγε Θεοδίδακτε, ὀρθοδόξως τῷ κόσμῳ τὴν ἄχραντον πλευρὰν τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ βλύζουσαν ἐκήρυξας· ἐν ᾧ τὴν αἰώνιον ζωὴν ποριζόμεθα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».