Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ


                       Ἡ πηγὴ ἡ ἀέναος

«Ἡ πηγὴ ἡ ἀέναος, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, ρεῖθρον τὸ ἀκένωτον τε καὶ ἄφθαρτον, ὀδοιπορήσας ἀκάθητο, πλησίον τοῦ φρέατος, τοὺς οἰκείους μαθητάς ἀποστείλας εἰς βρώματα·
προσωμίλει δὲ γυναικὶ ἀπαντλούση, ταύτην θέλων τοῦ θηρεῦσαι καὶ φωτῖσαι τὰ τῆς ψυχῆς αὐτῆς ὄμματα.»

(Ἰωὰν 4, 9-42)


Δὲν ἦταν, λοιπόν, τυχαία ἡ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτισσα τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὸ παραπάνω τροπάριο, ἀλλὰ καὶ δεκάδες ἄλλοι ὕμνοι τῶν ἡμερῶν, εἶναι κατηγορηματικό: Ἡ συνάντηση «οἰκονομικῶς» ἔγινε· Ἦταν δηλ. προγραμματισμένη ἀπὸ τὴ Θεία οἰκονομία. «… προσωμίλει δὲ γυναικὶ ταύτην θέλων θηρεῦσαι καὶ σῶσαι…». Τὴν ἴδια ἀλήθεια βρίσκομε καὶ στὸ κοντάκιο τῆς ἡμέρας, τροπάριο ἀρχαιότατο: «… ἦλθεν Ἰησοῦς ἐπὶ τὸ φρέαρ ἐκζητῶν τὴν εἰκόνα αὐτοῦ…». Ἀκόμη σαφέστερο εἶναι τὸ ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Ἐπὶ τὴν πηγὴν ἐπέστη… τῆς Εὒας ζωγρῆσαι καρπόν…». Ἦρθε, λοιπόν, στὴν πηγή, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει τὴν ἀπόγονη τῆς Εὒας, τὴν Σαμαρείτισσα.

Γίνεται φανερό, τόσο ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῶν ἡμερῶν, ὅτι, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 2-10), ἔτσι καὶ στὴ σημερινὴ περίπτωση τῆς Σαμαρείτιδος, ἀλλὰ καὶ τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. 5, 2-17) καὶ τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ (Ἰωάν. 9, 1-38), ὁ Κύριος «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός».

Ἡ συνάντηση, λοιπόν, ἡ σημερινὴ δὲν ἦταν τυχαία. Γνώριζε ὁ παντογνώστης, ὅτι θὰ βρεῖ στὴν πηγὴ τὸ χαμένο πρόβατο. Στὴν πηγὴ ποὺ ἐπὶ 15 αἰῶνες ξεδίψασαν ἀμέτρητα πλήθη ἀνθρώπων. Ἐκεῖ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ θὰ κλείσει τὸ κρίσιμο «ραντεβοὺ» ἡ Θεία οἰκονομία. Ἐκεῖ ἦρθε νὰ δροσισθεῖ καὶ νὰ ξεδιψάσει μετὰ ἀπὸ κοπιώδη πορεία πολλῶν ὡρῶν ὁ Χριστός, ἡ πηγὴ τῆς ζωαρχίας, ἡ πηγὴ ἡ ἀέναος, ὅπως τὸ παραπάνω τροπάριο ἀναφέρει. Ἐκεῖ ἦρθε καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ Σαμαρείτισσα, τὴν ἴδια ὥρα, νὰ ἀντλήσει νερὸ γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες.

Ἡ γνωριμία μὲ τὸν Μεσσία, μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωαρχίας, θὰ τὴν κάνει νὰ ξεχάσει τὴ φυσική της δίψα. Μπροστὰ στὴν ἀκένωτη θεία πηγή, τὸ φυσικὸ νερὸ τῆς πηγῆς τοῦ Πατριάρχη Ἰακὼβ ξεχάστηκε· ἡ δίψα ἡ φυσικὴ ἔσβησε. Τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας ὁλοκληρώθηκε.

Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ σύγκριση τῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας, τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας της, μὲ τὴν Εὒα καὶ τὴν πτώση τῆς παρακοῆς, σύγκριση ποὺ ἔντονα διατυπώνεται στοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας. Σημειώνουν, μάλιστα, οἱ ὑμνογράφοι, ὅτι τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα ἔγιναν τὴν ἴδια ὥρα τῆς ἡμέρας, τὴν ἕκτη ὥρα, περίπου τὸ μεσημέρι. «Ἐπὶ τὴν πηγὴν ἐπέστη ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων ἐν τῇ ἕκτη ὥρα, τῆς Εὒας ζωγρῆσαι καρπόν· ἡ γὰρ Εὒα ἐν ταύτῃ τῇ ᾥρᾳ ἐξελήλυθεν τοῦ Παραδείσου ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως.» διαβάζομε σὲ Ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ.

Εἶναι φανερὸ ὅτι στὸ πρόσωπο τῆς Σαμαρείτιδος, τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς γυναίκας, καὶ στὸν φωτισμό της, διαβλέπουν οἱ ὑμνογράφοι τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς ἀνθρωπότητας, ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωαρχίας, τὸ πολυέλεο Θεό.

Τί, λοιπόν, γιορτάζομε τὴν Κυριακή της Σαμαρείτεισσας; Παραθέτομε σὲ ἀπάντηση ἕνα κάθισμα τῶν ἡμερῶν: «Τῆς Σοφίας τὸ ὕδωρ καὶ τῆς ζωῆς ἀναβλύζων τῷ κόσμῳ πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τὰ νάματα· τὸν γὰρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας· ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου Δέσποτα, Βασιλεῦ ἐπουράνιε· …». Τὸ κάλεσμα, τὴν κλήση, ὄχι μόνο τῆς Σαμαρείτιδος, τὸ κάλεσμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων «… τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τὰ νάματα…» ἑορτάζομεν.

Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γὴς γιὰ τὴν ἀνάκληση καὶ σωτηρία τῆς Εὒας, τὸ ξεδίψασμα τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τοὺς φλογώδεις ἄνθρακας τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀπόλαυση τῆς ἐνθέου πηγῆς εἶναι τὸ γεγονὸς τῶν ἡμερῶν, τὸ ὁποῖο διατρανώνεται καὶ στὴν ὑμνολογία τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, τὴν Τετάρτη πρὶν τῆς Σαμαρείτιδος, μιᾶς μεγάλης γιορτῆς, ποὺ διαφεύγει ὅμως τῆς προσοχῆς μας. Ἡ Μεσοπεντηκοστή, στὸ μέσο ἀκριβῶς τοῦ μακροῦ διαστήματος μέχρι τὴν Πεντηκοστή, μᾶς ἐφοδιάζει μὲ τὴν πλούσια διδασκαλία της, μᾶς ἐνισχύει, ὥστε νὰ φτάσωμε μὲ δυνατὸ φρόνημα στὸ τέρμα, μᾶς ξεδιψᾶ καὶ δροσίζει στὸ κοπιῶδες ταξίδι.

«Ὕδωρ ἀθανασίας», «πηγὴ ἰαμάτων» τὸ νᾶμα τοῦ Χριστοῦ· Ὁ λόγος του, ὁ νόμος του εἶναι τὸ «ἁλλόμενον», «τὸ «ζῶν ὕδωρ». «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω…» εἶπε ὁ Κύριος καὶ ἐπαναλαμβάνουν οἱ ὑμνογράφοι μυριάδες φορές. Ἡ πρόσκληση γίνεται δεκτὴ ἀπὸ ἑκατομμύρια ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διψασμένες ψυχές. Μιά μεγάλη, μιά διψασμένη ψυχή, ποὺ ὅμως βρέθηκε σὲ λανθασμένο δρόμο, ἡ Σαμαρείτιδα, θὰ ξεδιψάσει μὲ τὸ «ζῶν ὕδωρ», καὶ πολλοὺς ἄλλους, ἀμέτρητους, θὰ σώσει.

Κατὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ Σαμαρείτιδα ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἀφοσιώθηκε στὸ ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Φωτεινή, καὶ αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μετέφερε στὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐκήρυξε ἁγία καὶ Ἰσαπόστολο καὶ ὅρισε νὰ ἑορτάζεται τὸ μέγα θαῦμα τῆς ἐπιστροφῆς της μέσα στὴν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν Ε΄ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα.

Εἴθε τὸ φῶς, ποὺ ἡ Φωτεινὴ μετέφερε καὶ φώτισε τότε τά ἔθνη, νὰ φωτίσει τοὺς δύσκολους μπροστὰ μας δρόμους, καὶ τὸ νερό, τὸ ζῶν ὕδωρ, τὸ ἁλλόμενον, ποὺ ἀπὸ τὸ οὐράνιο φρέαρ ἄντλησε, νὰ δροσίσει καὶ ἐμᾶς, ὅπως Ἐκείνην, ἀπὸ τοὺς καύσωνας τῶν παθῶν.

Κλείνομε τὸ παρὸν ἀφιέρωμα γιὰ τὴν ἁγία Φωτεινή, τὴν Σαμαρείτιδα, μὲ ἕνα συγκλονιστικὸ προσόμοιο τροπάριο τῶν ἡμερῶν.

Ἦχος δ΄     «Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν…»

«Ρεῖθρον ἄλλο ζωήρρυτον οὐρανίου ἐκ φρέατος
Σαμαρεῖτις ἤντλησε ἐπὶ φρέατος
τοῦτο εὑροῦσα χρεόμενον,
ἐξ’ οὗ τὸ ἐπίκηρον εἶχε σύνηθες ἀντλεῖν
ὕδωρ ἄλλο τὸ χθόνιον·  ὃ ἀλλόμενον
ἐν τῇ ταύτης καρδίᾳ ἀνεδείχθη
ὡς πηγὴ τις ἄλλη νέα,
παθῶν δροσίζουσα καύσωνας.»