ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


    Οἱ ἀδάμαντες τῆς Παντάνασσας





    Ο δάμαντες τς Παντάνασσας εναι μία Συλλογ π τς Προσωνυμίες τς Θεομήτορος, πο εναι διάσπαρτες σ λα τ κείμενα τς ρθόδοξης Βυζαντινς μνολογίας κα τς ποες μες νομάσαμε Προσωνύμια. 


        Τ προσωνύμια εναι πίθετα οσιαστικά, μόνα τους π.χ. Βάτος, Νεφέλη, Παρθένος, Πλατυτέρα, σ σύνθεση π.χ. Νεφέλη λόφωτε, Πλατυτέρα Ορανν, ρος λατόμητον κ.λπ., κα ποδιδόμενα στ τιμώμενο πρόσωπο, χι μόνο τ κοσμον, λλ ποδίδουν μ λάχιστες λέξεις, λακωνικά, τν στορία του, τ ργο του, τς ρετές του κα λο τ ψυχικ μεγαλεο του. πάρχουν πίσης κα προσωνύμια περιφραστικά, πως π.χ. τ 144 (12x12) «Χαρε» το καθίστου μνου. «Χαρε, δι’ ς χαρ κλάμψει». Τ τελευταα ατ εναι κα τ ρχαιότερα, κα τ βρίσκομε διαίτερα μέσα στ Κοντάκια (μνους). 

      Τ προσωνύμια, διαίτερά τς Παναγίας, χουν, χι μόνο στορικ κα διδακτικ περιεχόμενο, λλ κα θεολογικ κα δογματικ πόβαθρο, κα μ τν τελευταία ατ ννοια χρησιμοποιήθηκαν π τος πιτελες τς κκλησίας, τόσο π τος Μεγάλους Πατέρες, σο κα π τος Μουσουργούς της, ς μέσο θωράκισης τν πιστν, κα συγχρόνως ς πλο ναντίον τν αρετικν. 

      ναγνώστης στν παροσα Συλλογ θ βρε τ προσωνύμια τς Παναγίας Θεομήτορος ρμηνευμένα κα νεπτυγμένα, χι κατ τ δική μας ντίληψη, λλ κατ τν ξήγηση ρμηνεία πο δίδουν ο διοι ο γιοι συγγραφες στ ργα τους. Τ δικό μας ργο στν προσπάθεια ατ ταν συλλογ τόσο τν προσωνυμίων, σο κα τς ρμηνείας τους, ταν ατ πάρχει στ μνολογικ κείμενα. 

       Ο λάχιστες περιπτώσεις, πο ναγκασθήκαμε ν ρμηνεύσωμε μες τ προσωνύμιο, ν κφέρωμε προσωπικ γνώμη, εναι εδιάκριτα σημειωμένες.   προσεκτικ μελέτη τν προσωνυμίων τς Θεομήτορος θ βοηθήσει τν εροψάλτη, λλ κα κάθε πιστό, ν κατανοήσει ατ πο ψάλλει, ατ πο κούει . Ν ντλήσει π τ προσωνύμια ατ ,τι θ τν βοηθήσει στν καλύτερη κτέλεση το ργου του κα στν προσωπική του κατ τν αρετικν θωράκιση. 

       Τέλος, νοηματικ κμάθηση τν προσωνυμίων τς παρούσης Συλλογς, λλ κα ρθ μουσικ κτέλεση τν τροπαρίων, μέσα στ ποα ς δάμαντες λάμπουν, θ βοηθήσει τν εροψάλτη, πως κα κάθε πιστό, ν γνωρίσει καλύτερα τν Μεγάλη Μητέρα μας. Μ τν στόχο ατ ξεκινήσαμε, κα μ τν βοήθεια κείνης λοκληρώσαμε τ μικρ ατ πόνημα.

λέξανδρος παπα Γεωργίου Θεοδωρίδης 
Θεολόγος – Μουσικοδιδάσκαλος
  
* Παραθέτουμε δ νδεικτικά, πό τά περιεχόμενα του βιβλίου, τριάντα ξι από τούς τριακοσίους καί πλέον δάμαντες τς Παντάνασσας σύντομα ρμηνευμένους, καί άπό τό δεύτερο μέρος, πό τόν κάθιστο μνο, τήν εσαγωγή καί ποσπάσματα.



     Ἄγκυρα (ἡ). Τὸ ἀγκυλωτὸ ἐκεῖνο σίδερο τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δένει μὲ σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα τὸ πλεούμενο στὸ λιμάνι. Ἡ λέξη ἄγκυρα μεταφορικὰ σημαίνει τὸ στήριγμα, τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἐλπίδα. Σὲ ἑκατοντάδες ὕμνους καὶ εὐχὲς συναντοῦμε τὴ λέξη ἄγκυρα μὲ τὴν ἔννοια αὐτή. Πρῶτος ὁ Χρυσορρόας ποταμὸς τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς, χρησιμοποιεῖ τὸν ὃρο καὶ ὀνομάζει τὴν Παναγία ἄγκυραν βεβαίαν, ἄγκυραν ἐλπίδος, ἄγκυραν πίστεως (ἴδε δοξαστικὸ ἑσπερ. Α΄ ἤχου), καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ὅλοι σχεδὸν οἱ μεγάλοι ὑμνογράφοι τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Ἡ Παναγία εἶναι ὄντως ἡ ἀσφαλὴς καὶ βεβαία ἄγκυρα τοῦ ἁγίου σκάφους τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνήτης τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Υἱός της καὶ Θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἄγκυραν ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν αἰσθάνεται τὴν Παναγία ὁ κάθε πιστὸς χειμαζόμενος στὸ πέλαγος τοῦ βίου, στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς (ἴδε Λιμὴν). Οἱ ἁγιογράφοι μας τὴν ἀπεικονίζουν πάντα μὲ βλέμμα ἐλπιδογενὲς.


     Ἀειπάρθενος. (ὁ, ἡ). Ἡ ἀείποτε Παρθένος, ἡ πάντοτε Παρθένος. Ἡ ἀειπαρθενία (τὸ ἀειπάρθενον) τῆς Θεοτόκου εἶναι ἀλήθεια, ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸ   Χριστολογικὸ δόγμα.Οἱ αἱρετικοὶ (Νεστοριανοί), ποὺ ἠρνοῦντο τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πολέμησαν    τὸ   ἀειπάρθενο     τῆς Παναγίας λυσσαλέα. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς κατεδίκασε μὲ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431), στηριζόμενη στὴ διδασκαλία τῶν Μεγάλων Πατέρων τοῦ Δ΄ καὶ Ε΄ αἰῶνος, ποὺ διεῖδαν τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ὕπουλη αἵρεση. Οἱ ὑμνογράφοι τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα, καὶ ἐνῶ ἡ αἵρεση ἐξακολουθοῦσε νὰ ταλανίζει τὴν Ἐκκλησία, στηριζόμενοι στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἀνέπτυξαν μέσα στοὺς ὕμνους τὴν   Ὀρθόδοξη Θεολογία μὲ τρόπο ἐκλαϊκευμένο καὶ μὲ στόχο τὴν δογματικὴ θωράκιση τῶν πιστῶν. Οἱ λέξεις Ἀειπάρθενος, ἀπείρανδρος, ἀπειρόγαμος, ἀνύμφευτος, ἄνανδρος, Θεοτόκος, Θεόνυμφος καὶ ἄλλες συνώνυμες ἐπελέγησανγιὰ  νὰ  ὑπερασπίσουν τὴν ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας. Ἔγιναν ὅπλο τῶν ὑμνογράφων καὶ τραγούδι ἀσίγητο τῶν πιστῶν.

Ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου εἶναι μυστήριο ποὺ ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ τὴν ἀνθρώπινη λογική. «… ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς νικᾶται φύσεως τάξις…» καὶ «οὐκ ἤνοιξας πύλας Παρθένου ἐν τῷ σαρκοῦσθαι…» (Θεοτ. Ἑσπ. Βαρέος ἤχου). Ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀναφέρει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια σὲ δεκάδες Θεοτοκία τῆς Ὀκταήχου μὲ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα διατύπωσής της στὸ Θεοτοκίο ἀπολυτίκιο τοῦ Βαρέος ἤχου. «… ἡ πρὸ τόκου Παρθένος, καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, καὶ μετὰ τόκον πάλιν οὖσα Παρθένος.».
Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν   ἰδιαίτερα αὐτὸ τὸ προσωνύμιο (ἀειπάρθενος), προκειμένου νὰ θωρακίσουν τὸ δόγμα τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παναγία
εἶναι «ἀειπάρθενος», «ἐπεί Θεὸς ἦν ὁ τεχθείς» ἐπειδὴ Θεὸς ἦταν ὁ γεννηθείς ἐξ’ αὐτῆς (Ἀπόστ. Ἑσπ. α΄ ἤχου). Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ   ἀναπτύσσεται ἐκτενέστερα παρακάτω στὶς λέξεις, Θεοτόκος,
Μητροπάρθενος, Παρθένος,Πύλη.Παραπέμπομε ἐπίσης τὸν   ἀναγνώστη στὴν Η΄ ᾠδὴ τοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων. «… οὐ γὰρ, οὓς ἐδέξατο, φλέγει νέους (ἡ κάμινος), ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς θεότητος Παρθένου, ἣν ὑπέδυ νηδύν…». Τὸ πῦρ τῆς θεότητος δὲν ἔφθειρε τὴν παρθενία τῆς Θεομήτορος, ὅπως τὸ πῦρ τῆς καμίνου δὲν ἔφλεξε καὶ δὲν ἔκαψε τοὺς τρεῖς Παῖδες. Ὄντως Μυστήριο.
Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Σαρκώσεως καὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς  Θεοτόκου βρίσκομε διατυπωμένο μὲ χαριτωμένο τρόπο καὶ στὸ μεθέορτο τῶν Χριστουγέννων Δοξαστικὸ Τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ της Λ΄ Δεκεμβρίου. «Ὦ τοῦ θαύματος! Ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, ὁ ἄναρχος ἄρχεται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, καὶ Παρθένος ἀπείρανδρος Μήτηρ ὁρᾶται Θεοῦ, καὶ ἡ Μήτηρ μετὰ κύησιν Παρθένος εὑρίσκεται…». Ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ: «Παρθενία καὶ τόκος ὑπὲρ φύσιν καὶ λόγον ἐν σοί συνέδραμον Θεοτόκε…» (Στουδίται).

     Ἀκήρατος (ὁ, ἡ). Ὁ καθαρός, ὁ διαυγής, ὁ γνήσιος, ὁ ἄμικτος, ὁ ἄδολος. (Ἀπὸ τὸ ρ. κεράννυμι, ἢ κεραννύω = σμίγω, προσμίγω καὶ τὸ στερ. α). Τὸ ἐπίθετο, ὅταν ἀποδίδεται στὴν Παναγία, συνοδεύει συνήθως τὴν ἐπωνυμία Κόρη (ἀκήρατε Κόρη), καὶ δηλώνει τὴν καθαρότητα τοῦ βίου της, καὶ ἰδιαίτερα τὴν «ὡραιότητα τῆς Παρθενίας της» καὶ «τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας της». Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἰδιαίτερα οἱ ὑμνογράφοι, ἐπιμένουν στὴν ἀλήθεια αὐτὴ (τὴν ἀειπαρθενία), διότι μὲ τὶς λέξεις Παρθένος καὶ ἀειπάρθενος ἐμμέσως μέν, πλὴν ὅμως οὐσιαστικῶς, στηρίζεται ἡ ἐπίμαχη προσωνυμία Θεοτόκος, ἡ ὁποία λυσσαλέα πολεμήθηκε ἀπὸ τοὺς βλάσφημους αἱρετικούς, τοὺς ἀρνουμένους τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀκήρατος Παναγία ἔμεινε Παρθένος «ὑπὲρ φύσιν καὶ ὑπὲρ ἔννοιαν», ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὁ ἐξ αὐτῆς τεχθείς, Θεὸς ἦν ἀληθινός». «…Παρθένος γὰρ ἐγέννησας, καὶ μετὰ τόκον ὡς πρὸ τόκου διέμεινας. Θεὸς γὰρ ἦν ὁ τεχθείς. διὸ καὶ φύσις ἐκαινοτόμησεν.»  (Θε οτοκίο ἀποστ. α΄ ἤχ.). Ἡ ἀκήρατος, λόγῳ τῶν ἀρετῶν της, κόρη τῆς Ναζαρὲτ θὰ ἀποτελέσει τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Θείου Σχεδίου τῆς Σαρκώσεως.Ἡ συμμετοχὴ τῆς θείας Πρόνοιας στὴν προετοιμασία καὶ ἐκλογὴ αὐτοῦ τοῦ καθαροῦ σκεύους τονίζεται τόσο στὴν Ἁγ. Γραφὴ «ἐξελέξατο ἡμῖν τὴν κληρονομίαν ἑαυτῷ τὴν καλλονὴν Ἰακώβ…» (ψαλμ. 46, 4) καὶ «ἡγίασε τὸ σκήνωμα αὐτοῦ ὁ ὕψιστος» (ψαλμ. 45, 5), ὅσο καὶ στὴν Ὑμνολογία «… Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κατεσκεύασέ Σε ποιητής, ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρᾳ Σου…» (Ἀκάθ. Ὕμν. Τ΄) .


      Ἄμεμπτος (ὁ, ἡ). Ὁ ἀκατηγόρητος, ὁ ἀνεπίδεκτος μέμψεως, ἀνεπίδεκτος μομφῆς, ὁ μὴ ἔχων ἐλάττωμα. (μέμφομαι = ψέγω, κατηγορῶ). Τὸ ἐπίθετο συναντοῦμε σὲ ἑκατοντάδες θεοτοκία τροπάρια. Θὰ ἀναφέρωμε παρακάτω μόνο τὸ Θεοτοκίο τῶν στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου τοῦ πλαγίου Α΄ ἤχου, ὅπου τὸ ἄμεμπτον τῆς Θεοτόκου συνδέεται μὲ τὸ θαῦμα τῆς ἀσπόρου συλλήψεως καὶ μὲ τὸ θαῦμα τῆς ἀειπαρθενίας.

Αὐτὰ τὰ δύο θαύματα διαβλέπουν οἱ Πατέρες νὰ προτυπώνονται στὴ θαυμαστὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς: «Ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ τῆς ἀπειρογάμου νύμφης εἰκὼν διεγράφη ποτέ… Τότε τὸν βυθὸν ἐπέζευσε   ἀβρόχως Ἰσραήλ, νῦν δὲ τὸν Χριστὸν ἐγέννησεν ἀσπόρως   ἡ Παρθένος, (ἄσπορος Σύλληψις). «Ἡ θάλασσα μετὰ τὴν πάροδον τοῦ Ἰσραὴλ ἔμεινεν ἄβατος, ἡ ἄμεμπτος μετὰ τὴν κύησιν τοῦ Ἐμμανουὴλ ἔμεινεν ἄφθορος…» (ἀειπαρθενία). Ἡ Παρθένος τῆς Ναζαρὲτ ἐπελέγη ὡς Σκεῦος ἐκλογῆς, καὶ ὡς σκήνωμα τοῦ Ὑψίστου ἀκριβῶς διὰ τὸ ἄμεμπτον τοῦ χαρακτῆρος της, καὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀρετῶν της. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, καὶ ὁ  σεβασμὸς καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν εἶναι ἀπόδειξη, ὅτι οἱ αἰῶνες ἐπιβεβαιώνουν τὸν χαρακτηρισμὸ   «ἄμεμπτος», τὸν ὁποῖον ὁ Χρυσορρόας ποταμὸς Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ὡς ἀδάμαντα προσφέρει στὴν Παντάνασσα.

     Ἀμνάς.  Ἡ ἀμνάδα, ἡ προβατίνα, ἄσπιλος ἀμνάς. Εὔλογος ὁ χαρακτηρισμός. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ «ἀμνὰς ἡ κυήσασα Θεοῦ  ἀμνόν, τὸν αἴροντα κόσμου παντὸς τὰ πταίσματα» (κανὼν
Ἀκαθίστου). Εἶναι ἡ ἀμνὰς ἡ κυήσασα τὸν «ἄρνα τὸν ἄμωμον, τὸν σφαγιασθέντα καὶ δοθέντα τοῖς πιστοῖς εἰς βρῶσιν» (Μεγ. Ἑβδομάδα).  Ὁ Υἱὸς της εἶναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.»(δοξολογία). Εἶναι «τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον» (Ἀποκάλυψη 5, 12 + 7, 14). Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ὡς ἀμνὰς συνοδεύει «τὸν ἴδιον ἄρνα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον» (Μεγάλη Παρασκευή). Ὄντως συγκλονιστικὴ ἡ σκηνὴ.

      Ἀμόλυντος (ὁ, ἡ). Ὁ μὴ μολυνθείς, ὁ ὁλοκάθαρος, ὁ ἀλέρωτος. Ἡ καθαρότητα τοῦ βίου, τὸ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς προσωπικότητας τῆς Παναγίας ἀποδίδεται μὲ τὸ προσωνύμιο αὐτὸ καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα συνώνυμά του, ὅπως ἄσπιλος, ἄχραντος, ἄφθορος,   ἀκήρατος, ἁγνή, ἁγία, ἄμωμος,ἄμεμπτος, ἀγαθή, τὰ ὁποῖα καὶ ἀναπτύσσονται ὅλα στὸ παρὸν πόνημα. Τὸ ἐπίθετο αὐτὸ συναντοῦμε στὴν εὐχὴ τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε …»,ἀλλὰ καὶ σὲ δεκάδες ἄλλα θεοτοκία τῆς Ὑμνολογίας  μας. 

    Ἄνασσα.Ἡ Βασίλισσα, Κυρία, Δέσποινα. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Παντάνακτος, τοῦ Βασιλέα τῶν πάντων, ἡ Βασίλισσα Μήτηρ. Στοὺς ὕμνους ἀναφέρεται καὶ ὡς Βασίλισσα τῶν ἀγγέλων, Δέσποινα τοῦ κόσμου, ἄνασσα τοῦ κόσμου, ἄνασσα πάντων, Παντάνασσα. Εὔλογο τὸ προσωνύμιο, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς της εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ Βασιλεὺς (ὁ ἄναξ, ὁ παντάναξ) τοῦ κόσμου. Πολὺ γνωστὴ στοὺς πιστοὺς εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Παντάνασσας Θεομήτορος, πού κοσμεῖ καὶ τὸ παρὸν πόνημα (ἐξώφυλλο) ὅπως καὶ ἡ Παντάνασσα (Ναὸς) τοῦ Μυστρᾶ.

     Βάτος. Στὴν εἰκόνα τῆς φλεγομένης καὶ μὴ καιομένης βάτου τοῦ θεοβάδιστου ὂρους Σινᾶ (Ἐξόδ. 3, 2-6) διεῖδαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου καὶ 5ου αἰῶνος τὸ ἀδιάφθορο καὶ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ βάτος ἐκείνη ποὺ ἐφλέγετο, καὶ ὅμως δὲν ἐκαίγετο, προεικονίζει τὴν Παναγία, ἡ ὁποία, ἂν καὶ ἐδέχθη μέσα της τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, ἂν καὶ ἐγέννησε Υἱόν, ἔμεινε ἐν τούτοις ἄφθοροςπαρθένος «ἐπεί Θεὸς ἦν ὁ τεχθείς…». Τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἰω. Δαμασκηνὸς καὶ οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ὑμνογράφοι μετεποίησαν σὲ ὕμνους τὴ διδασκαλία αὐτὴ τῶν Πατέρων, καὶ ἠχεῖ αὐτὴ ἀπὸ τότε ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς ἱεροὺς   Ναούς. «Ὡς γὰρ ἡ βάτος οὐκ ἐκαίετο καταφλεγομένη, οὕτω Παρθένος ἔτεκες, καὶ Παρθένος ἔμεινας…» (Δοξ. Θεοτ. Ἑσπ. Β΄ ἤχου). «Ἣνπερ τῶν προφητῶν προεώρακε χορὸς καὶ πύλην οὐράνιον καὶ βάτον ἀκατάφλεκτον, ἐγνώκαμέν Σε Παρθενομῆτορ ἄχραντε». Ἡ Θεοτόκος «δεξαμένη ἐν ἑαυτῇ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος ἔμεινεν ἄφθορος». «Τύπον τῆς ἁγνῆς λοχείας σου πυρπολουμένη βάτος ἔδειξεν ἄφλεκτος…» (κανὼν α΄ ἤχ. δ΄ ὠδή). «Θεὸν συλλαβοῦσα ἐν γαστρί, Παρθένε, διὰ Πνεύματος τοῦ Παναγίου, ἔμεινας ἄφλεκτος, ἐπεί Σε βάτος τῷ νομοθέτῃ Μωσῇ φλεγομένη ἄκαυστα σαφῶς προεμήνυσε, τὴν τὸ πῦρ δεξαμένην τὸ ἄστεκτον» (καν. α΄ ἤχ. γ΄). «Ὦ Παρθένε. ἔμεινες ἄφλεκτος, ὅταν μὲ ἐπενέργεια  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνέλαβες τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ δέχθηκες στὰ σπλάχνα σου τὸ πῦρ τῆς θεότητος, ἐπειδή ἡ βάτος ἐκείνη, ἡ καταφλεγομένη καὶ μὴ καιομένη, ἐσένα μέ σαφήνεια προεμήνυσε στὸν Νομοθέτη Μωϋσῆ, ἐσένα, ποὺ δέχθηκες μέσα σου τὸ ἄσβετο πῦρ τῆς θεότητος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος χαιρετίζει ὁμοίως τὴν Παναγία «Χαῖρε ἡ ἄφλεκτος βάτος» (καν. Ἀκ. θ΄ ὠδή). «Μωσῆς κατενόησεν ἐν βάτῳ τὸ μέγα μυστήριον τοῦ τόκου σου…» (καν. Ἀκ. η΄) Τὸ προσωνύμιο αὐτὸ εἶναι μυριόλεκτο στὴν Ὀκτάηχο. (ἴδε κάθ. δ΄ ἤχ. «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ…»).

     Γέφυρα. Γέφυρα βεβαία καὶ ἀσφαλής. Ὅλοι γνωρίζομε ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ πόσο ὠφέλιμη, ἀλλὰ καὶ πόσο ἀπαραίτητη εἶναι μία καλὴ καὶ ἀσφαλὴς γέφυρα, χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ὁμαλὴ κίνηση καὶ ὁμαλὴ ζωή. Ἡ Παναγία κατὰ τοὺς ὑμνογράφους εἶναι Γέφυρα βεβαία καὶ ἀσφαλής. Γέφυρα «ἡ μετάγουσα ἐκ θανάτου πρὸς ζωὴν» (κανὼν Ἀκ. δ΄), γέφυρα ἡ μοναδικὴ «μόνη μετάγουσα βροτοὺς πρὸς τὸν Θεὸν» (Ἀκαθ. Ὓ. Γ΄). Ὁ μεσολαβητικὸς ρόλος τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴν καταλλαγὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἀποδίδεται ἐπιτυχῶς μὲ τὴ λέξη γέφυρα, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα συνώνυμα προσωνύμια ποὺ θὰ γνωρίσωμε παρακάτω. (πρεσβεία, μεσιτεία, μεσίτις, πρέσβις κλίμακα κ.ἂ.). «Γέφυρα ἡ ἑνώσασα τὰ τῷ πρὶν διεστῶτα» (Κάθ. Ὄρθρ. πλ. α΄ ἤχ.) «…Χαῖρε ἡ μόνη πρὸς Θεὸν κόσμου γέφυρα, ἡ μετάγουσα θνητοὺς πρὸς τὴν αἰώνιον ζωὴν…» (καθ. πλ. α΄ ἤχ.).

     Δάμαλις–εως. Ἡ δαμάλη, ἡ δαμαλίδα, μικρὴ ἀγελάδα.   Μεταφορικὰ νεαρὴ κόρη, κοράσιον. Εἶναι ἡ Δάμαλις, «ἡ τεκοῦσα τὸν μόσχον τὸν ἄμωμον». Ὁ μόσχος ὁ ἄμωμος, «ὅστις ἐδόθη σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς…», ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός τῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. 15, 11-32) εἶναι γέννημα αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Δαμάλεως, ἡ ὁποία ἀπὸ τριῶν ἐτῶν, ὡς «τριετίζουσα Δάμαλις» (Δόξ. Εἰσοδίων) εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια «ἀνατραφῆναι Κυρίῳ» (Ἐξοπ. Εἰσ.). Συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς δαμάλεως Παναγίας ποὺ θρηνεῖ τὸν σφαγιασθέντα μόσχον αὐτῆς. «Ἡ δάμαλις τὸν μόσχον, ἐν ξύλῳ κρεμασθέντα, ἠλάλαζεν ὁρῶσα.» (Γ΄ στάση ἐγκωμίων Μ. Σαββάτου).

     Ἐνδιαίτημα. Κατοικητήριο. Ἐνδιαίτημα Θεοῦ, παλάτι θεϊκό. Ἐνδιαίτημα φωταυγές. παλάτι τοῦ Θεοῦ φωτεινὸ εἶναι ἡ  Θεομήτωρ.  Καὶ  πρὶν  τὴ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὰ σπλάχνα  της, ἡ Κόρη τῆς Ναζαρέτ, καὶ πρὶν τὸν Εὐαγγελισμό, ἦταν ἐνδιαίτημα Θεοῦ καὶ σκεῦος ἐκλογῆς του, ἀφοῦ ὁ Κύριος   «ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ…» (ψαλμ. 131, 13) καὶ «ἐξελέξατο ἡμῖν τὴν καλλονὴν Ἰακώβ, ἣν ἠγάπησεν» (ψαλμ. 46, 5), λόγῳ τῶν ἀρετῶν της. Μὲ τὴ σάρκωση ὅμως τοῦ Θεοῦ Λόγου στὰ σπλάχνα της γίνεται ὁ θρόνος Του. «..Τὴν γὰρ σὴν μήτραν θρόνον ἐποίησε καὶ τὴν  σὴν γαστέρα πλατυτέραν οὐρανῶν ἀπειργάσατο…» (κάθ. Ὄρθρ. πλ. δ΄ ἤχ.). Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ Παλάτι Του, (ἴδε παλάτιον, Θρόνος, Ναός, οἶκος), τὸ κατοικητήριό του. Καὶ τὸ ἐνδιαίτημα αὐτὸ τὸ ἁγίασε, «ἡγίασε τὸ σκήνωμα Αὐτοῦ ὁ Ὕψιστος» ψαλμ. 45, 5.

     Θεοτόκος. Ἡ γεννήσασα τὸν Θεόν, ἡ τεκοῦσα Θεόν. Οἱ χριστολογικὲς ἔριδες τοῦ Ε΄ αἰῶνος καὶ ἡ προσπάθεια τῶν Πατέρων νὰ θωρακίσουν τοὺς πιστοὺς ἀπέναντι στὶς βλάσφημες   αἱρέσεις πλούτισαν τὸ ὁπλοστάσιο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ  μονοφυσίτες  Νεστοριανοὶ ἠρνοῦντο τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγαν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε ἁπλὸν ἄνθρωπον, τὸν Χριστόν, καὶ ὄχι Θεόν, καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ ὄχι Θεοτόκος. Ἡ αἵρεση κατεδικάσθη ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμ. Σύνοδο (431) καὶ ἡ καταδίκη ἐπανελήφθη καὶ ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμ. Σύνοδο (451). Τότε διετυπώθη τὸ ὀρθόδοξο  Χριστολογικὸ δόγμα: Ἡ Θεοτόκος συνέλαβε ἀσπόρως τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐγέννησε Θεάνθρωπον, τέλειον Θεόν, καὶ τέλειον ἄνθρωπον, καὶ οἱ δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, ἑνώθηκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καὶ ἀσυγχύτως. Ἀπερρίφθη καὶ κατεδικάσθη ἡ ὀνομασία Χριστοτόκος τῶν Νεστοριανῶν, καὶ

ἐπισημοποιήθηκε τὸ προσωνύμιο Θεοτόκος. Μυριάκις ἐπαναλαμβάνονται στὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία σήμερα μέσα στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τὰ προσωνύμια Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Θεογεννήτωρ, Θεοκυήτωρ, Θεοδόχος,Θεόκλητος, Θεογεννήτρια,
Θεόνυμφος. Ἡ μάχη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς (θεολογικὸς πόλεμος)  κράτησε τρεῖς καὶ πλέον αἰῶνες, καὶ κερδήθηκε χάρις στὴν  ἀλάνθαστη θεολογικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ γραφίδα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων (Ἀνδρέας Κρήτης, Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, Ἰωά. Δαμασκηνός, Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος, Θεόδ. Στουδίτης, μοναχὴ Κασσιανή, Ἰωά. Μαυρόπους κ.ἂ.). Ἦσαν ὅλοι Ἄριστοι Θεολόγοι, καὶ συγχρόνως τέλειοι λογοτέχνες καὶ τέλειοι μουσικοί. Ἑρμηνεύσαμε τὰ δογματικὰ θεοτοκία τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ, ποὺ αὐτοὶ συνέταξαν, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τροπάρια τοῦ Μεγ. Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου χάριν τῶν μαθητῶν τῆς Σχολ. Βυζ. Μουσ. τῆς Ἱερ.  Μητροπόλεως Σερρῶν καὶ Νιγρίτης. Συνιστοῦμε στοὺς πιστοὺς τὴν μελέτη τους.

     Θύρα. Ἡ πόρτα, ἡ εἴσοδος. Θύρα μυστηρίου σεπτοῦ (Ἀκ. Ὕμ. Ο΄), θύρα σωτήριος. Ὡς θύρα σωτήριος, καὶ πύλη σωτηρίας, ἡ Θεοτόκος πολὺ συχνὰ ἀναφέρεται σὲ πολλὰ Θεοτοκία. Στὸν κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου (ὠδὴ γ΄) ἀποκαλεῖται «θεία εἴσοδος τῶν σωζωμένων». Τὴν ὀνομάζουν οἱ ὑμνογράφοι εἴσοδον, ἢ θύραν, ἢ Πύλην τοῦ Παραδείσου, ἐπειδή, ἀσφαλῶς, ὁ Υἱὸς της εἶναι αὐτὸς ὁ Παράδεισος καὶ οἱ εὐλογίες του. Μερικοὶ μάλιστα Ὑμνογράφοι τῆς ἀποδίδουν καὶ τὸ προσωνύμιο Παράδεισος «… Παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη…» (κάθ. Ὄρθρ. πλ. δ΄) καὶ «Παράδεισος καὶ γὰρ ἡ
Ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τὸ θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν…» (προεόρτιο τροπάριο Χριστουγέννων), γιὰ νὰ τονίζουν ἴσως περισσότερο τὴ συμβολή της στὸ Θεῖο Σχέδιο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς πρεσβείας της.

     Ἰατρεῖον. Θεραπευτήριο, ἰατρεῖον ἄμισθον. «Ἡ Σκέπη σου, Θεοτόκε, ἰατρεῖον ὑπάρχει… ἐν αὐτῇ καταφεύγοντες ψυχικῶν νοσημάτων λυτρούμεθα». «Ἰατρεῖον ὑπὲρ φύσιν ὁ Ναός σου Σεμνή…» (Θεοτ. Τριῳδίου). Στὸ Πεντηκοστάριο (Παρασκευὴ Διακ.) βλέπομε τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν Ναὸ της (Ζωοδόχου Πηγῆς) ἰατρεῖο καὶ τῶν σωματικῶν νοσημάτων. Χιλιάδες εἶναι κατὰ τὴν Παράδοση τὰ θαύματα, κατὰ τὰ ὁποῖα ἡ Παναγία θεραπεύει ἀνίατα νοσήματα ψυχικῶς καὶ σωματικῶς νοσούντων πιστῶν. Εἶναι νοσούντων ἰατρός, θλιβομένων ἡ χαρά, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, πολεμουμένων βοήθεια, ἀδικουμένων προστάτις, πεπλανημένων ὁδηγός. Εἶναι ἡ Νέα Βηθεσδὰ (Ἰω. 5, 2) καὶ Σιλωὰμ ὁ Νέος (Ἰω. 9, 7). Τέλος ἡ Θεοτόκος «ὡς ἡ κυήσασα τὸν Ἰατῆρα (θεραπευτὴ – τὸν Ἰατρὸ) τῶνἀνθρώπων» εἶναι τὸ μέγα τῆς ἀνθρωπότητος Ἰατρεῖον, ὅπου «Νεκροὶ δι’ αὐτῆς ζωοποιοῦνται… εὔλαλοι οἱ ἄλαλοι χρηματίζονται, λεπροὶ ἀποκαθαίρονται, νόσοι διώκονταπνευμάτων ἀερίων τὰ πλήθη ἡττῶνται» (καν. Ἀκ. η΄).

     Καλλονὴ (τοῦ Ἰακώβ). Κατὰ τὸν Προφητάνακτα Δαυΐδ (ψαλμ. 46, 5) ἡ μητέρα τοῦ Μεσσία θὰ εἶναι θυγατέρα (ἀπόγονος) τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ εἶναι καλλονή, καὶ ἐννοεῖ ὄχι τὸ φυσικό, ἀλλὰ τὸ ψυχικὸ κάλλος καὶ τὶς ἀνυπέρβλητες ἀρετὲς αὐτῆς τῆς Καλλονῆς. Σὲ ἄλλον ψαλμὸ ὁ Δαυΐδ προφητεύει ὅτι ἡ καλλονὴ αὐτὴ θὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ δική του γενιά, καὶ θὰ ἐπιλεγεῖ ἀπὸ τὸν Ὕψιστο γιὰ κατοικητήριό του, «ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ…» (ψαλμ. 131, 13). Πράγματι ἡ Θεοτόκος κατάγεται ἀπὸ τὴν γενιὰ τοῦ Δαυΐδ καὶ «Χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι» ἀπετέλεσε τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου καὶ τὸ Παλάτιον Αὐτοῦ (ἴδε Παλάτιον). Ἀπὸ τὸν ψαλμὸ ἡ λέξη πέρασε στὴν Ὑμνολογία  καὶ  ἔγινε  ἕνα χαριτωμένο προσωνύμιο.

     Κάμινος (νοητή). «Σὲ νοητήν, Θεοτόκε, κάμινον κατανοοῦμεν οἱ πιστοί. ὡς γὰρ παῖδας ἔσωσε τρεῖς ὁ ὑπερυψούμενος, ὅλον με τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ γαστρί σου ἀνέπλασεν…» ψάλλει ὁ Χρυσορρόας Δαμασκηνὸς (καν. α΄ ἤχ. Ζ΄). Εἶναι, λοιπὸν, ἡ κοιλία τῆς Θεοτόκου τὸ καμίνι ἐκεῖνο, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ πῆρε τὴν φθαρμένη ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε μὲ αὐτήν, τὴν ἀνεκαίνισε καὶ τὴν ἀνέπλασε. Ἡ ὑπουργία αὐτὴ καὶ συμβολὴ τῆς Παναγίας στὴ λύτρωση καὶ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ θεοτοκία τῆς Ὀκταήχου, καὶ ἀποτελεῖ τὴν κεντρικὴ ἰδέα τῶν δύο μεγάλων ἐπικῶν ποιημάτων τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας, τόσο τοῦ Ὕμνου μέ τὰ 144 «χαῖρε» (12x12), ὅσο καὶ τοῦ κανόνα μὲ τὰ 37 τροπάριά του. Μόνο μέσα σ’ ἕνα τέτοιο καμίνι, ὅπου παρόν ἦτο καὶ τὸ πῦρ τῆς Θεότητος, μποροῦσε νὰ ἀναπλασθεῖ ἡ σκληρυνθεῖσα καὶ ἀπολιθωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση (ἴδε καὶ Κιβωτὸς).

     Κλίμαξ. Σκάλα, σκαλί, σκαλοπάτια. Εἶναι γνωστὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, ὅταν κατὰ τὴ φυγή του στὴ Μεσοποταμία κοιμήθηκε στὸ ὕπαιθρο, «… καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ Κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ’ αὐτῆς, ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ’ αὐτῆς…» (Γεν. 28, 12-13). Ἡ κλίμακα αὐτή, ἡ σκάλα, ποὺ στηρίζεται στὴ γῆ καὶ ἀκουμπᾶ στὸν Οὐρανό, συμβολίζει καὶ προτυπώνει τὴν Θεοτόκο, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων. Αὐτὴ μὲ τὸν τόκο της ἓνωσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ. Εἶναι ἡ «κλίμαξ, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεὸς» (Ἀκ. Ὓ. Γ΄). εἶναι ἡ κλίμαξ «ἡ μετάγουσα θνητοὺς πρὸς οὐρανὸν» καὶ «δι’ ἧς ἡμεῖςἐθεώθημεν» (καν. Ἀκ. δ΄). Εἶναι ἡ γέφυρα (ἴδε Γέφυρα) «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν» (Ἀκ. Ὓ. Γ΄). Τὸ προσωνύμιο κλίμαξ, μυριόλεκτο στὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία, χρησιμοποιοῦν ὅλοι σχεδὸν οἱ μεγάλοι ὑμνογράφοι μας μὲ πρῶτο τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, μέγιστο Θεολόγο, (πιθανῶς ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός). Ὁ χρυσορρόας ποταμός, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὀνομάζει τὴν Θεοτόκο «οὐράνιον κλίμακα» (κάθ. Ὄρθρ. πλ. δ΄ ἤχ.) (ἴδε Κιβωτὸς)

    Λιμήν. Λιμάνι. Τόπος ὅπου τὰ πλοῖα φορτώνουν, ἢ ξεφορτώνουν, ἢ καταφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια. «Λιμὴν ἀχείμαστος», λιμὴν «Παρακλήσεως», «λιμὴν σωτηρίας». Λιμάνι ἀχείμαστο καὶ ἀσφαλές, λιμάνι παρηγοριᾶς καὶ σιγουριᾶς, λιμάνι σωτηρίας ἡ Θεοτόκος. Ἰδιαίτερα στοὺς παρακλητικοὺς πρὸς Αὐτὴν κανόνες ἡ αἴτηση προστασίας, ποὺ ὁ πιστὸς ἀναζητᾷ στὸ λιμάνι αὐτὸ ἔχει χρῶμα πολὺ ἔντονο καὶ ἐκδηλώνεται σὲ ὅλες τὶς στροφές.
Ἡ Ἐκκλησία, σοφῶς πράττουσα, προσφέρει αὐτὸ τὸ λιμάνι σὲ ὅλους, ποὺ τὸ ζητοῦν. Ἑκατομμύρια πιστῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐμπιστεύθηκαν τὸ καράβι τῆς ζωῆς τους σ’ αὐτὸ τὸ λιμάνι, στὸ ἀσφαλές τῆς Παντάνασσας λιμάνι, ὅπου ὁ Λιμενάρχης Υἱὸς της καταπαύει τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα (Ματθ. 8, 23-27). Ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους πρῶτος χρησιμοποιεῖ τὸν ὃρο ὁ Ἰω. Δαμασκηνός, ὁ δομήτωρ τῆς Ὀκταήχου καὶ ποιητὴς τῶν περισσοτέρων τροπαρίων της. Στὸ Θεοτοκίο ἀπολυτίκιο τοῦ Βαρέος ἤχου ἡ Παναγία εἶναι «Λιμὴν καὶ προστασία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων». Ἕνα καλό, ἕνα ἀσφαλὲς λιμάνι, εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ ὁρμητήριο κατὰ τῶν ἐπιδρομέων ἐχθρῶν (Καν. Ἀκαθ. ΣΤ΄).

     Μύρον. «Μύρον πολύτιμον» (κανὼν Ἀκ. α΄). Στὸν ἴδιο κανόνα ὁ Ἰωσὴφ τὴν ὀνομάζει «θυμίαμα εὔοσμον», «ἄνθος μυρίπνοον», «κρίνον εὔοσμον». Εὐνόητη ἡ προσωνυμία, ἀφοῦ οἱ εὐεργεσίες της πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ οἱ ἀρετὲς της εὐωδιάζουν ὡς ἀκριβό, ὡς πολύτιμο μύρο, τὴν Οἰκουμένη. Ὡς μυροδόχον δοχεῖον ἐδέχθη μέσα της τὸ θεῖον μύρον. ἑπόμενο ἦταν ὁ βίος της ὁλόκληρος νὰ εὐωδιάζει ὡς μύρον πολύτιμον καὶ θυμίαμα εὔοσμον. Σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο τὴν ἀκολούθησαν καὶ τὴν ἀκολουθοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι. (ἴδε κρίνον, θυμίαμα). Εἶναι οἱ στρατιὲς τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

     Ναός. Τόπος διαμονῆς, κατοικητήριο. (ἴδε ἐνδιαίτημα, κατοικητήριον, Σκεῦος, δοχεῖον). Ναὸς ἅγιος, Ναὸς τοῦ Βασιλέως, Ναὸς ἔμψυχος τοῦ Λόγου, Ναὸς Θεοῦ. «Ὁ ἀχώρητος παντὶ» ἐχώρεσε καὶ κατοίκησε στὰ σπλάχνα της. Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς «Μεγάλης Βουλῆς του», τοῦ Μεγάλου Σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐπέλεξε τὴν ἁγνὴν Παρθένον τῆς Ναζαρὲτ ὡς σκεῦος καθαρὸν καὶ ἅγιον, γιὰ νὰ Σαρκωθεῖ. Ἡ ἀνθρωπότης προσέφερε ὅ,τι καταλληλότερο εἶχε γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση καὶ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ Σχεδίου. Προσέφερε τὴν Παρθένο Μαρία, «Τὸν καθαρώτατο αὐτὸν Ναὸ» (Κοντ. Εἰσοδ.) «εἰς κατοικητήριον τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ». Τὴν προσωνυμία Ναὸς συναντοῦμε σὲ δεκάδες Θεοτοκία. «Ναὸς καὶ πύλη ὑπάρχεις, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως, Παρθένε πάνσεμνε…» (Ἀπόστ. Ἑσπ. πλ. α΄ ἤχ). (ἴδε στιχ. Αἴνων τῶν Εἰσοδίων. Ἴδε παλάτιον). Ἡ ὁμόσημος λέξη τέμενος (μέρος γῆς, δενδρότοπος, δάσος ἱερὸν μὲ Ναόν, Ναός, ἡρῶον), ἐλάχιστα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους. Σὲ ἐλάχιστους ὕμνους βρήκαμε τὴ λέξη Τέμενος ἢ Πανάγιον Τέμενος ὡς προσωνυμία τῆς Θεομήτορος. Ἡ Θεοτόκος ὡς ὁ κατάλληλος Ναὸς ποὺ δέχεται τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ὡς κατοικητήριον Αὐτοῦ, εἶναι κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Γαλ. 4, 4), ἀλλὰ καὶ κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος στὸν κατάλληλο καιρό, προκειμένου νὰ πραγματωθεῖ ἡ «Μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ».

     Νεφέλη. Σύννεφο.Νεφέλη ὁλόφωτος, Νεφέλη τὸν θεῖον ὄμβρον φέρουσα, Νεφέλη φωταυγής, Νεφέλη ἔμψυχος, Νεφέλη φωτὸς ἀϊδίου ἢ ἁπλῶς Νεφέλη ἀποκαλεῖται ἡ Θεοτόκος σὲ ἑκατοντάδες θεοτοκία τροπάρια. Ἡ νεφέλη τῆς Παλ. Διαθήκης (Ἐξόδ. 13, 21-22), ἡ ὁποία τὴν ἡμέρα ἐσκίαζε τοὺς Ἰσραηλίτες, ὥστε νὰ μὴ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἐρήμου καὶ τὴ νύχτα κατὰ τὴν πορεία τους μεταβαλλομένη σὲ φωτεινὴ στήλη τοὺς φώτιζε, ὥστε νὰ μὴ χάσουν τὸ δρόμο τους, κατὰ τοὺς πατέρες καὶ ὑμνογράφους συμβολίζει καὶ προτυπώνει τὴν Θεοτόκο.«Νεφέλην φωτὸς ἀδύτου» καὶ «στύλον πύρινον τὴν ἀποκαλεῖ ἡ Ἀκάθιστος Ἀκολουθία, καὶ πάλι «Νεφέλην ὁλόφωτον» καὶ «στήλην οὐράνιον». «Οὐράνιον Πύλην καὶ Κιβωτὸν καὶ Νεφέλην» ὁ Ἰω. Δαμασκηνός. Ἡ Νεφέλη αὐτὴ τοῦ ἀδύτου φωτὸς ἐπισκιάζει πάντοτε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸν καύσωνα τῶν παθῶν, ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν, καὶ ὡς Στήλη πάλι Οὐράνιος καί ὁδοδείκτης φωτίζει τὴν ὁδὸ τῶν ἐσκοτισμένων, ὅταν αὐτοὶ τὸ ζητήσουν μὲ πίστη, ὅταν τὸ ἐπιθυμοῦν. «Νεφέλη τὸν θεῖον ὄμβρον φέρουσα» ὀνομάζεται ἡ Θεοτόκος. Ὁ θεῖος αὐτὸς ὄμβρος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὰ σπλάχνα της ὡς ὄμβρος, ὡς δροσιὰ καὶ βροχὴ θὰ δροσίσεικαὶ θὰ μαλακώσει τὴν σκληρυνθεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαἀνθρωπότητα.

     Ὀλκάς.Πλοῖο μεγάλο, πλοῖο φορτηγό,πλοῖο ρυμουλκό, μαούνα, πλοῖο ἀσφαλές.«Χαῖρε Ὀλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι»  προσφωνεῖται ἡ Θεοτόκος στοὺς χαιρετισμοὺς της (Ἀκ. Ὕ.Ρ΄).  Σπάνιο προσωνύμιο, ὅμως πολὺ πετυχημένο. Ἡ Ὀλκάς τῶνἀρχαίων Ἑλλήνων ἐχρησίμευε γιὰ τὴν μεταφορὰ πολλῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν πραγμάτων τους, γιὰ τὴν μεταφορὰ ἀποίκων, ἀλλὰ καὶ τὴν περισυλλογὴ τῶν ναυαγῶν, ἰδιαίτερα κατὰ τὶς ναυμαχίες. Ἡ Νέα Ὀλκάς, ἡ Μητέρα Παναγία, χωράει ὅλους τούς ναυαγοὺς τῶν τρικυμιῶν τοῦ βίου, ὅταν αὐτοὶ καταφεύγουν σ’ Αὐτήν. Μυριάδες ἀμέτρητες ναυαγῶν τοῦ βίου κατέφυγαν καὶ καταφεύγουν στὴν Ὀλκάδα τὴ Νέα, τὸ ἀσφαλὲςαὐτὸ πλοῖο, ποὺ πάντα φτάνει στὸν προορισμό του μὲ ἀσφάλεια, ἀφοῦ Κυβερνήτης του εἶναι ὁ Παντοδύναμος Υἱός.

     Ὂρος. Βουνό, ὕψωμα μεγάλο. Τὸ βουνὸ μὲ τὸν ὄγκο του, μὲ τὸ ὕψος καὶ τὴ μεγαλοπρέπειά του, μὲ τὰ δάση καὶ τὰ λιβάδια του, τὶς κορυφὲς καὶ τὶς ράχες του, τὶς χαράδρες καὶ τὰ ρέματα, προξενεῖ πάντα τὸ δέος καὶ τὸν θαυμασμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ δέος καὶ τὸν θαυμασμὸ ἐκφράζει ὁ ἄνθρωπος μὲ ποικίλους τρόπους (Ὕμνους, ποιήματα, πίνακες ζωγραφικῆς κ.ἂ.). Οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὑμνογράφοι δὲν μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὂρους, ὅταν περιγράφουν τὴν Θεοτόκο καὶ τὸ ἔργοτης. Παρακάτω παραθέτουμε προσωνύμια, ποὺ αὐτοὶ ἀπέδωσαν στὴν Παναγία, καὶ ποὺ ἔχουν ἕνα συνθετικό τους τὴν λέξηὊρος.
Α΄) «Ὂρος ἅγιον, ὂρος θεοβάδιστον»  (κάθ. Ὄρθρ. πλ. α΄ ἤχ.). Εἶναι φανερό, ὅτι ὁ ὑμνογράφος (Ἰ. Δαμ.) ἐννοεῖ τὸ Ὂρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Θεόπτης Μωϋσῆς εἶδε τὸν Θεὸ νὰ βαδίζει (Ἐξόδ. 19, 3- 24). Στὸ ὂρος Σινᾶ καὶ σὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ, ποὺ ἐκεῖ συνέβησαν μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ (βάτος φλεγομένη, θεοχάρακτες πλάκες κ.ἂ.), βλέπουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ ὑμνογράφοι νὰ προτυπώνεται ἡ Θεοτόκος καὶ τὸ ἔργο της. Ἡ ἁγιότητα τῆς Παναγίας βέβαια ξεπέρασε κάθε τί τὸ ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸ πραγματικὸ θεοβάδιστο ὂρος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος Μαρία, ποὺ τὸν ἐκύησε, τὸν ἐγέννησε, τὸν μεγάλωσε, καὶ λιγότερο τὸ ὂρος Σινᾶ. (ἴδε κάθ. Ὄρθρ. πλ. α΄ ἤχ.).Ἐκεῖνο  ἦταν   προτύπωση, τὸ νέο Ὂρος, ἡ Παναγία, εἶναι ἐκπλήρωση.
Β΄) Ὂρος ἀλάξευτον. Δὲν ἔχει λαξευθεῖ, δὲν ἔχει πελεκηθεῖ.Εἶναι βουνὸ ἀδούλευτο, παρθένο. Τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου ἐννοεῖ, τὸ ἀπείρανδρο (ἴδε Παρθένος).

     Ὀχύρωμα. Μέρος ὀχυρωμένο, φρούριο, τεῖχος, ὀχυρόν.Ἡ Θεοτόκος ὡς ὀχύρωμα τῶν πιστῶν, ὡς τόπος καταφυγῆς καὶ προστασίας, ἀναφέρεται σὲ πολλοὺς ὕμνους, ἰδιαίτερα ὅμως
στὴν Ἀκάθιστο Ἀκολουθία καὶ στοὺς δύο πρὸς Αὐτὴν  παρακλητικοὺς κανόνες. Ἡ ἔννοια τῆς προστασίας καὶ ἀσφάλειας, ποὺ τὸ προσωνύμιο αὐτὸ πλουσίως ἀποπνέει, τονίζεται καὶ μὲ ἄλλα προσωνύμια τῆς πλουσίας συλλογῆς τῆς Παρθένου, μίας συλλογῆς ἀπὸ πολύτιμους ἀδάμαντες, τοὺς ἀδάμαντες τῆς Παντάνασσας, ἡ ὁποία συλλογή ἐνέπνευσε καὶ τὸν τίτλο τοῦ παρόντος πονήματος. Τὰ συνώνυμα πρὸς τὸ παρὸν προσωνύμιο, ποὺ ἐνισχύουν καὶ ὁλοκληρώνουν τὴν ἔννοιά του ἀναπτύσσονται ὅλα στὸ οἰκεῖο μέρος τους (τεῖχος, χαράκωμα, ἀμυντήριον, λιμήν, πύργος, προστασία κ.ἂ.). Εἶναι τὸ ἄπαρτο κάστρο τῶν πιστῶν.

     Παλάτιον. Ἀνάκτορον, βασιλικὴ οἰκία, ἡ κατοικία τοῦ ἄνακτος. «Παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως», «Παλάτιον τερπνὸν» ἀποκαλεῖται ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸν χρυσορρόα ποταμὸ Ἰ. Δαμ. Ἡ λέξη σημαίνει τὸ ἐνδιαίτημα, τὸ κατοικητήριο τοῦ Βασιλέως. Τερπνόν, πράγματι, τὸ παλάτιον. Ἕνα ὂρος κατάσκιον, ἕνα ὂρος δασὺ καὶ τετυρωμένο, ἕνα ὂρος μέγα, εἶναι πάντοτε τόπος κατάλληλος γιὰ ἐπίσημη κατοικία, γιὰ ἀρχοντικὸ σπίτι, γιὰ παλάτι. Ἐπὶ πλέον ὁ ἅγιος βίος της, οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ χάρες της κάνουν τὸ παλάτιον τερπνόν, εὐχάριστο γιὰ τὸν Βασιλέα Υἱόν της. Ἕνας Βασιλεὺς πάντοτε εὐτρεπίζει, στολίζει καὶ περιποιεῖται τὸν οἶκον, τὸ παλάτιον, στὸ ὁποῖο θὰ ἐγκατασταθεῖ, ὥστε αὐτὸ νὰ εἶναι τερπνόν, εὐρύχωρον καὶ ἀσφαλές. Σημειώσαμε καὶ ἀλλοῦ, ὅτι ἡ Θεοτόκος ὡς οἶκος, ὡς ἐνδιαίτημα, ὡς κατοικητήριον Θεοῦ προητοιμάσθη, «ἀνετράφη ἐν Κυρίῳ» μὲ τὴ συνδρομὴ καὶ τῆς θείας Πρόνοιας, ὅπως καὶ ἄγνωστος Ὑμνογράφος ἐπιβεβαιώνει «ὡς γὰρ παλάτιον τερπνὸν ταύτην κατεκόσμησας…» (Δοξ. Ἑσπ. Β΄ Ἰουλίου) (ἴδε θρόνος, Σκηνή, ἐνδιαίτημα). Τὴν ἐπιλογὴ αὐτὴ προεῖδε καὶ ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ «Ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιών. ᾑρετίσατο αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ» (ψαλμ. 131, 13). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Νέα Σιών , καὶ ὡς πρῶτος ἐκπρόσωπός της ἐπὶ τῆς γῆς ἡ Θεοτόκος.

     Παντάνασσα. (ἴδε Ἄνασσα). Εἶναι ἡ Βασίλισσα πάντων, ὄχι μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἡ Ὑπεραγία, ἡ ἁγιωτέρα ὅλων τῶν ἁγίων, ἡ Παναγία. Τὸ προσωνύμιο αὐτὸ ὅπως καὶ τὸ «ἄνασσα» βρίσκομε στοὺς ὕμνους τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ δασκάλου του Κοσμᾶ τοῦ Μαϊουμᾶ, κορυφαίων ὑμνογράφων μας. ἀργότερα ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος καὶ ἡ Κασσιανὴ κάνουν εὐρύτερη χρήση του. Στὸ Δεσποτάτο τοῦ Μυστρᾶ οἱ Παλαιολόγοι ἀνήγειραν μεγαλοπρεπῆ Ναὸ ἀφιερωμένο στὴν «Παντάνασσα». Ἡ εἰκόνα τῆς Παντάνασσας, ποὺ κοσμεῖ καὶ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ παρόντος πονήματος, εἶναι γνωστὴ σήμερα σὲ ὅλη τὴ χριστιανοσύνη. Τὸ προσωνύμιο βρίσκομε πολλὲς φορὲς καὶ σὲ σύνθεση μὲ ἄλλα,ὅπως π.χ. μὲ τὸ ἀμέσως ἑπόμενο πανύμνητος. Παντάνασσα πανύμνητος (ἴδε πολυέλεον «Λόγον Ἀγαθόν…»).

     Παρθένος. Κόρη, γυνὴ ἀπείρανδρος, γυνὴ ἀπειρόγαμος,  κοράσιον. Προσωνυμία τῆς Θεοτόκου τόσο συχνή, ὥστε ἀπὸ ἐπίθετο ποὺ εἶναι κατέληξε νὰ χρησιμοποιεῖται μόνο ὡς οὐσιαστικὸ, καὶ σημαίνει τότε ἀποκλειστικὰ τὴν Παναγία.
Πρῶτος χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ Προφήτης   Ἡσαΐας. «…Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καὶ τέξεται Υἱόν…»   (Ἡσαΐου 7, 14). Οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος (1, 23) καὶ Λουκᾶς (1, 27) ἐπαναλαμβάνουν τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου περιγράφοντας τὴν πραγματοποίησή της μὲ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ στὴ Βηθλεέμ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ε΄ αἰῶνος στὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους τους διακηρύττουν αὐτὴ τὴ λέξη (Παρθένος), ὅπως καὶ τὴ λέξη Θεοτόκος καὶ τὴν ἔχουν ὅπλο τους μὲν ἐναντίον τῶν   αἱρετικῶν, τροφὴ δὲ ὑπὲρ τῶν πιστῶν. Τέλος οἱ ὑμνογράφοι μὲ πρῶτο καὶ καλύτερο τὸν Ρωμανὸ τὸν μελωδὸ (ἀρχὲς 6ου αἰώνα) κάνουν τὴ λέξη Παρθένος σημαία καὶ ἔμβλημά τους, προκειμένου νὰ θωρακίσουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὰ βλάσφημα κηρύγματα τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀρνουμένων τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὸν ὃρο Παρθένος καὶ τὰ συνώνυμά του (ἀειπάρθενος, ἁγνὴ κ.ἂ.), δέχεται καὶ τὸν ὃρο Θεοτόκος, πιστεύει δηλ. στὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. «Ἔμεινε δὲ Παρθένος,   ἐπεί Θεὸς ἦν ὁ τεχθείς…», λέγει ἄγνωστος ὑμνογράφος τοῦ   Τριῳδίου. Οἱ ἀναβιώσαντες Νεστοριανοὶ πολέμησαν σφοδρὰ τὶς δύο λέξεις Παρθένος καὶ Θεοτόκος. Ἡ γραφίδα ὅμως τῶν  ὑμνογράφων τοὺς κατῄσχυνε. Παραθέτομε ἕνα μικρὸ δεῖγμα αὐτῆς τῆς γραφίδας, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Θεοτοκίο τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερ. τοῦ Α΄ ἤχου, ἔργου Ἰω. τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ἰδοὺ πεπλήρωται ἡ τοῦ Ἡσαΐου Πρόρρησις. Παρθένος γὰρ ἐγέννησας, καὶ μετὰ τόκον ὡς πρὸ τόκου διέμεινας. Θεὸς γὰρ ἦν ὁ τεχθείς. διὸ καὶ φύσις ἐκαινοτόμησεν…», καὶ ἀκόμη «οὐκ ἤνοιξας πύλας Παρθένου ἐν τῷ σαρκοῦσθαι…» (Κυριακὴ Σαμαρείτιδος).
Τὸ προσωνύμιο Παρθένος ὡς οὐσιαστικὸ πλέον τὸ βρίσκομε σὲ δεκάδες συνθέσεις μὲ ἐπίθετα ἢ ἄλλες λέξεις. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε:
α) Παρθένος ἀνύμφευτος (ἴδε νύμφη),
β) Παρθένος κυοφοροῦσα (Θεοτ. Ἑσπ. πλ. β΄)
γ) Παρθένος μετὰ τόκον (ἴδε ἀειπάρθενος)
δ) Παρθένος παιδοτόκος «καὶ τίκτεις καὶ παρθενεύεις… παιδοτοκεῖς παρθενεύουσα» (καν. Τετ. Β΄ Ἑβδ. Νηστ. Θ΄).

     Πόκος. Ποκάρι, μαλλὶ προβάτου καθὼς τὸ κουρεύουν.Εἶναι γνωστὸ τὸ θαῦμα μὲ τὸν πόκο τοῦ Γεδεών, μὲ τὸ ὁποῖο θαῦμα ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν παρουσία του καὶ ἐπιβεβαίωσε τὴ βοήθειά του πρὸς τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ (Κριτ. 6, 37-40). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διαβλέπουν στὸ θαῦμα αὐτὸ τὴν ἄσπορο σύλληψη τοῦ Θεανθρώπου. Ἡ δρόσος ποὺ ἔπεσε «ἐπὶ τὸν πόκον τοῦ Γεδεών» συμβολίζει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόκος ποὺ ἐδέχθη τὴν δρόσο συμβολίζει τὴν Θεοδόχο Παναγία (ἴδε Θεοδόχος). «Πόκον προεώρα Γεδεών τὴν ἄχραντον γαστέρα σου, δρόσον τὴν οὐράνιον, Παρθένε, δεξαμένην, καὶ θαλάσσας ξηραίνουσαν τῆς ἀθεΐας…» (ψάλλει ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος). Τότε μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ μορφὴ δρόσου πάνω στὸν πόκο τοῦ Γεδεών σώθηκαν οἱ Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὸν ἐπικίνδυνο ἐχθρό τους, τοὺς Μαδιανίτες.
Τώρα μὲ τὴν κατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὸν Νέο Πόκο, τὴν Παρθένο Μαρία, σώζεται ὅλος ὁ πιστὸς κόσμος, ὁ νέος Ἰσραήλ. Τὴ διδασκαλία αὐτὴ τῶν Πατέρων διετύπωσαν σὲ εὐχάριστα καὶ πολὺ διδακτικὰ ποιήματα, σὲ ὕμνους, οἱ ὑμνογράφοι:
«Προϊστορεῖ ὁ Γεδεών τὴν σύλληψιν καὶ ἑρμηνεύει ὁ Δαυΐδ τὸν τόκον σου, Θεοτόκε. κατέβη γὰρ ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον ὁ Λόγος ἐν τῆ γαστρί σου. καὶ ἐβλάστησας ἄνευ σπορᾶς γῆ ἁγία τοῦ κόσμου εἰς σωτηρίαν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν ἡ Κεχαριτωμένη» (κάθ. Ὄρθρ. πλ. β΄) ψάλλει ὁ Δαμασκηνὸς θέλοντας νὰ διδάξει τὴν ὑπερφυσικὴ ἄσπορο Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου. Καὶ πάλιν ὁ Χρυσορρόας λέγει:«Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν, καὶ ἐλάμβανεν εἰς νοῦν τὸν ἐπὶ πόκον ὑετὸν ἐν τῇ ἀσπόρῳ συλλήψει σου Θεοτόκε…» (κάθ. Ὄρθρ. Δ΄) καὶ πάλιν «Ὥσπερ ἐπὶ πόκον κατῆλθεν οὐρανόθεν ὁ ὑετὸς ὁ θεῖος ἐν μήτρᾳ σου καὶ ἔσωσε τὴν ξηρανθεῖσαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἄχραντε» (καν. πλ. α΄ Μεσον) Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος ἐπιβεβαιώνει ἀργότερα: «…χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὅν Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο» (Καν. Ἀκ. Στ΄). Ἡ ἐπωνυμία εἶναι προσφιλὴς καὶ πολὺ εὔχρηστη ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς ὑμνογράφους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν γνῶστες ἄριστοι τῶν Γραφῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πατερικῶν κειμένων, καὶ ἐπὶ πλέον συγχρόνως ἦσαν ἄριστοι λογοτέχνες καὶ μουσουργοί.

     Σκέπη. «Χαῖρε Σκέπη πλατυτέρα νεφέλης» (Ἀκ. Ὕμν. Λ΄). Τὸ προσωνύμιο Σκέπη,  γνωστὸ ἀπὸ πολλὰ Θεοτοκία, χρησιμοποιήθηκε, γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ προστασία, ἡ μέριμνά της γιὰ τοὺς πιστούς, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸ ἡμέτερον Ἔθνος. Ἡ ἔννοια τῆς Σκέπης ὡς προστασίας, κάλυψης ἀπὸ κινδύνους,   ἀναπτύσσεται στὰ συνώνυμα προσωνύμια προστασία, μεσιτεία,   Λιμήν, Πύργος, ὀχύρωμα, τεῖχος κ.ἂ. Γιὰ τὴν ἰδιαίτερη σκέπη καὶ προστασία τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ πρὸς τὸ γένος μας ἡ ἱστορία ἀπαθανάτισε πολλὰ γεγονότα καὶ θαύματα Αὐτῆς, ἡ δέ Λογοτεχνία ἀφιέρωσε ἀναρίθμητους λόγους, ποιήματα καὶ ὕμνους. Στὰ μέσα τοῦ προηγουμένου αἰῶνος ὁ μοναχὸς Γεράσιμος (Μικρὴ Ἄννα) συνέταξε Ἀκολουθία τῆς Παναγίας Σκέπης, ἡ ὁποία ψάλλεται τὴν 28η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα καθιερωμένη πλέον στὴν Παναγία Σκέπη. Πολὺ εὔγλωττο εἶναι καὶ τὸ παρακάτω σχετικὸ τροπάριο. «Ὑπὸ τὴν Σκέπην σου ἀεὶ προσφεύγοντες ἀποτρεπόμεθα τῶν πειρασμῶν πᾶσαν καταιγίδα ἄχραντε, διό καὶ νῦν αἰτούμεθα   πεπτωκότας εἰς βάθος πλημμελημάτων ἀνάγαγε θείαις σου, ἁγνὴ, παρακλήσεσι».     

     Στύλος. Ἡ στήλη, ἡ κολώνα, τὸ ὑποστήριγμα (ἴδε στήλη). Οἱ ὑμνογράφοι προτιμοῦν νὰ τονίζουν περισσότερο τὴν ἔννοια τοῦ πυρίνου καὶ φωτεινοῦ στύλου, χωρὶς νὰ παραβλέπουν τὴν πρώτη (στήριγμα). «…Χαῖρε στύλε πύρινε εἰσάγουσα εἰς τὴν ἄνω ζωὴν τὸ ἀνθρώπινον» (Καν. Ἀκ. Θ΄) καὶ «Χαῖρε πύρινε στύλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει» (Ἀκ. Ὕμ. Λ΄). Εἶναι φανερὸ ὅτι, τόσο ὁ ποιητὴς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου, Ἰωσήφ, ὅσο καὶ ὁ Ποιητὴς τοῦ Ὕμνου (χαιρονυμφίων, ἴσως ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός), διαβλέπουν στὴ στήλη φωτὸς (Ἐξόδ. 13, 21-22), ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας φώτιζε καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς Ἰσραηλίτες στὴν πορεία τῆς ἐρήμου, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸ δρόμο, ἐνῶ κατὰ τὴν ἡμέρα μεταβαλλομένη σὲ Νεφέλη τοὺς προστάτευε ἀπὸ τὸν καύσωνα μὲ τὴ σκιά της, τὴ Θεομήτορα Παρθένο (ἴδε καὶ Νεφέλη). Ἡ Θεοτόκος πάντοτε, ὡς στύλος πύρινος καὶ Νεφέλη ὁλόφωτος, φωτίζει καὶ ἐπισκιάζει τοὺς πιστοὺς στὴ δύσκολη ἐπὶ τῆς γῆς πορεία τους. Ὅμως οὔτε ὁ στὺλος, οὔτε ἡ Νεφέλη ἦρθαν τότε τυχαία. Ἦρθαν μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Μωϋσέως γιὰ νὰ ἀνακουφισθεῖ ὁ λαός. Ἄπειρες σήμερα παρακλήσεις τῶν πιστῶν ἀναπέμπονται πρὸς τὴν ὁλόφωτη Νεφέλη, πρὸς τὸν πύρινο στύλο, τὴν Θεομήτορα, καὶ ἄπειρες εἶναι οἱ θαυματουργικὲς ἀνταποκρίσεις της.

     Τιμιωτέρα. «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν   ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφεὶμ» ὑμνοῦμε τὴν Θεοτόκο στὸ μεγαλυνάριό της «Ἄξιόν ἐστιν…», ποὺ ψάλλεται στὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἁγιότητά της καὶ ἡ δόξα της ὑπερέβησαν καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν τῶν ἀγγέλων, ὅπως ἐπαναλαμβάνει ἑξάκις ἡ ἐπωδὸς τῆς Θ΄ ὠδῆς τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον…», ἡ ὁποία ἀντλεῖται ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκάν Εὐαγγέλιο (Λουκ. 1, 46-55), καὶ ψάλλεται στὸν ὄρθρο ἀποκαλουμένη καὶ «Τιμιωτέρα». Τὸ ἐφύμνιο αὐτό, ἀγνώστου ποιητοῦ, περιέχει ὅ,τι καλύτερο ἔχει διατυπώσει ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα γιὰ τὴν Θεοτόκο καὶ τὸ παραθέτομε ἀμέσως αὐτολεξεί. «Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, Σὲ μεγαλύνομεν». Τοῦτο ἐπαναλαμβάνεται ἑξάκις, μετὰ ἀπὸ κάθε στίχο τῆς παραπάνω ἀναφερομένης ᾠδῆς τῆς Θεοτόκου. Εἶναι, ὄντως, ἡ Θεοτόκος τιμιωτέρα καὶ ἐνδοξοτέρα πάντων τῶν ἁγίων, καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων, διότι ἐκεῖνοι (οἱ Ἄγγελοι) εἶναι μὲν Πνεύματα, ὄντα λογικά, ὄντα ἀνώτερα, ὅμως εἶναι ὑπηρετικά τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ Αὐτὴεἶναι ἡ μητέρα Του,εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν, εἶναι ἡ Παντάνασσα.


     Ὑπουργός, (ὁ, ἡ) Ὑπὸ + ἔργον. Ὁ ὑπηρετῶν κάποιον, ὁ ὑπηρέτης, ὁ ὑπὸ ἐκδούλευσιν, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν διεκπεραίωσιν ἔργου. Τὸ προσωνύμιο ἀποδιδόμενο στὴν Θεομήτορα
ἐννοεῖ τὴν ὑπηρεσία, τὴν προσφορά της, τὴ συμμετοχή της, τὴν Ὑπουργία της στὴν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θείου Σχεδίου τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εὔστοχα ὁ μέγας Ὑμνογράφος Κοσμᾶς ὁ Μαϊουμᾶ τονίζει: «Ἰὸν μὲν ἀκοαῖς τῆς Εὒας ἐξέχεε πρὶν ὁ δολιώτατος ὄφις, σὺ δὲ μόνη, Θεοτόκε, ὑπουργὸς γενομένη τῆς Θείας Βουλῆς, ἐξετινάξω τοῦτον, τὸν ἀναιρέτην τούτου κυήσασα». «Ὁ μὲν δολιώτας ὄφις (ὁ Πονηρὸς) ἔρριξε στὰ αὐτιὰ τῆς Εὒας τὸ δηλητήριο. Ἐσὺ ὅμως, Θεοτόκε, μὲ τὸ νὰ γίνεις μοναδική ὑπηρέτις (ὑπουργὸς) τῆς Θείας Βουλῆς, ἀπετίναξες τὸν ὄφιν, γεννήσασα Ἐκεῖνον πού τὸν συνέτριψε».
Ἡ ὑπουργία αὐτὴ τῆς Θεοτόκου σημειώνεται ἀπὸ ὅλους τούς ὑμνογράφους σὲ ἑκατοντάδες ὕμνους μὲ ἄλλα ὁμόσημα προσωνύμια (ἐνδιαίτημα, κατοικητήριον, ἱλαστήριον, Εὒα Νέα, καθέδρα, κιβωτός, κλίνη, παστάς, κλίμαξ κ.ἂ.)

     Φρέαρ. Πηγή, στέρνα, πηγάδι. Ἡ ἀστείρευτη πηγή, ἡ ἀθάνατη πηγή, ἡ ἀνεξάντλητη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, χορηγεῖ ἀπὸ τὸ δικό του νερό, ἀπὸ τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6) σὲ πολλοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅταν τὸ πίνουν, ὄχι μόνο δὲν ξαναδιψοῦν (Ἰωάν. 4, 14), ἀλλὰ γίνονται οἱ ἴδιοι μικρὲς πηγές, μικρὰ φρεάτια ὕδατος ζωῆς, ὅπως οἱ ὑμνογράφοι σκιαγραφοῦν τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, μὲ πρώτη, βεβαίως, τὴν Θεομήτορα. Ἡ Θεοτόκος δὲν εἶναι ἁπλῶς μία πηγή, ἕνα φρέαρ. Εἶναι τὸ φρέαρ τὸ ζωηρόν, τὸ φρέαρ ποὺ χαρίζει ζωήν, τὸ φρέαρ ποὺ πηγάζει ὕδωρ ζωήρρυτον, ποὺ ἀναβλύζει νέκταρ τὸ θεῖον. Εἶναι τὸ φρέαρ τὸ συνέχον τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς, τὸν Χριστόν. Σπάνιο, ἀλλὰ ἐπιτυχὲς τὸ προσωνύμιο (ἴδε πηγή, πέτρα).

     Χώρα. Χωράφι, ἀγρός, μέρος γῆς, γῆ καλλιεργήσιμη. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖται στὴν Ὑμνολογία ἡ λέξη αὐτή.
Εἰδικότερα γιὰ τὴν Θεοτόκο βρίσκομε τὸ προσωνύμιο χώρα στὶς συνθέσεις: α) Χώρα ἀγεώργητος, καὶ β) Χώρα ἀνήροτος. Τὰ δύο προσωνύμια ἔχουν ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἔννοια: Ἀγρὸς μὴ ὀργωμένος, ἀκαλλιέργητος, ἀδούλευτος. Παρθένος γῆ. κατάλληλη γιὰ καλλιέργεια. δυνατή, γόνιμη γῆ. Δύο ἑρμηνεῖες ἐντοπίσαμε στὴν ἀνήροτο καὶ ἀγεώργητο χώρα. 1η) Μὲ τὰ στερητικὰ ἐπίθετα ἀνήροτος καὶ ἀγεώργητος τονίζεται τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. τὸ ἀπειρόγαμον καὶ ἀπείρανδρον αὐτῆς. ἡ νύμφη ἡ ἀνύμφευτος (ἴδε ἀειπάρθενος, ἀπείρανδρος, ἀπειρόγαμος, Νύμφη).
Ἐβλάστησε βεβαίως ἡ ἀνήροτος αὐτὴ χώρα τὸν στάχυν τὸν   «θεῖον»  (τὸν Χριστό). Ὅμως ἡ ἐξ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυσικὴ   Σύλληψις καὶ Σάρκωσις καὶ Γέννησις τοῦ Θεανθρώπου «Οὐκ ἤνοιξε πύλας τῆς Παρθένου…» (Καν. Κυρ. Σαμαρείτιδος ε΄). Κατὰ τὸν τόκο ὁ Λόγος «διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον τὴν   Παρθένον…», καὶ «.. τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον» (κανὼν Χριστουγέννων). Ἴδε Παρθένος, Ἀειπάρθενος.
2η) Ἡ ἀγεώργητος καὶ ἀνήροτος χώρα, τὸ παρθενικὸ και ἀδούλευτο χωράφι, εἶναι τὸ δυνατὸ καὶ γόνιμο ἐκεῖνο μέρος, «ἡ εὔκαρπος τῆς Παναγίας νηδύς, ἡ βλαστήσασα τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς». Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἑρμηνεία ἔχει τὸ ἔρεισμά της στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, στὸν Δ΄ οἶκο «Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ ἀπειρογάμῳ καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδὺν ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἃπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν…». Σεβαστὲς καὶ οἱ δύο ἑρμηνεῖες.

     Χωρίον. Τόπος, τοποθεσία, χῶρος, χωριό, χώρα. Εἰδικότερα γιὰ τὴν Θεοτόκο ἔχουμε:
α) Χωρίον εὐρύχωρον. Τοποθεσία εὐρύχωρη, μέρος εὐρύ. Τοποθεσία εὐρύχωρη ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ τὸν ἁπανταχοῦ ἀχώρητον ἐχώρεσε στὰ σπλάχνα της. Εἶναι τὸ «εὐρύχωρον σκήνωμα τοῦ Λόγου» (Καν. Ἀκ. Ε΄). ἴδε σκήνωμα, Ναός, ἐνδιαίτημα, κατοικητήριον.
β) Χωρίον τοῦ Ἀπείρου. «Ὁ ἀχώρητος παντὶ», ὁ ἄπειρος Θεὸς, ἐχώρεσε στὰ σπλάχνα της καὶ ἐκάθησε στὴν ἀγκαλιὰ της (Καν. Βαρέος ἤχ. Θ΄).
γ) Χωρίον ἔμψυχον τοῦ Ὑψίστου. (ἴδε ἔμψυχος Κιβωτός, ἔμψυχος Παράδεισος, ἔμψυχος Ναός, ἐνδιαίτημα ἔμψυχον κ.ἂ.).

     Ὠκεανός. Θάλασσα μεγάλη, ἀπέραντη. Ἡ Θεοτόκος διὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν της, γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες της πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ «ἀπέραντον» τῶν ἀρετῶν της,
ἀποκαλεῖται ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους Ὠκεανός. «Ὠκεανὸς οἰκτιρμῶν», «Ὠκεανὸς ἀρετῶν». «Ὠκεανὸς νοητός, τὰ Νηλῷα ρεῖθρα ὑπερβαίνουσα, τῇ χύσει τῆς χάριτος» (Ἀπόστ. Ζωοδ. Πη.) Ὠκεανὸς ποὺ ξεπερνᾶ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ νερὰ τοῦ Νείλου μὲ τὴ ροὴ τῶν ἀπείρων χαρίτων καὶ εὐεργεσιῶν της, κάτι ποὺ γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὰ καθ’ ἡμέραν εὐεργετούμενα πλήθη τῶν πιστῶν.

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ



          1) Ὁνομασία

      Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀριστουργήματα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλ. Ὑμνολογίας εἶναι καὶ ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους μας Ἀκάθιστος Ὕμνος.
     Στὴ λειτουργικὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὕμνος σημαίνει:
  α) Κάθε ποίημα ποὺ στόχο ἔχει νὰ ὑμνήσει, νὰ εὐχαριστήσει, νὰ δοξολογήσει καὶ νὰ ἐγκωμιάσει τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, τὴν πανσοφία καὶ παντοδυναμία του, τὴν ἁγιότητα καὶ ἀγαθότητά του, τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἔλεός του, τὴν ἀγάπη καὶ συγκατάβασή του, ἢ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων. Εἶναι ἡ εὐρεία ἔννοια τῆς λέξεως.
  β) Ὑπὸ τὴν στενὴν ἔννοιαν λέξηὝμνος σημαίνει ἕνα συγκεκριμένο εἶδος τῆς Ἐκκλ. Ὑμνολογίας, ἕνα ποίημα μὲ πολλὲς στροφές, τοὺς οἴκους, ὅπως ὀνομάζονται, μέσα στοὺς ὁποίους καὶ ἀναπτύσσεται ἡ ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς, στὴν ὁποία αὐτὸς ἀναφέρεται. Ἡ ἐμμελὴς ἀπαγγελία εἶναι ὁ τρόπος ἐκφώνησης τῶν Ὕμνων.
     Στὸ εἶδος αὐτὸ τῆς Ἐκκλ. ποιήσεως ἐπεκράτησε νὰ προτάσσεται στὴν ἀρχή, πρὶν ἀπὸ τοὺς οἴκους, ἕνα ἔντεχνο τροπάριο ὀλίγων στίχων (6-8), ποὺ ἐν συντομίᾳ (ἐν κοντῷ) περιεῖχε τὴν
ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία ἐν συνεχείᾳ ἀνεπτύσσετο ἐκτενέστερα στοὺς Οἴκους. Ἡ περίληψη αὐτή, τὸ ἔντεχνο αὐτὸ τροπάριο, ὀνομάστηκε Κοντάκιο, καὶ ἐξ’ αὐτοῦ πῆρε τὴν ὀνομασία Κοντάκιο καὶ ὁλόκληρος ὁ Ὕμνος.
     Κοντάκιο τοῦ γνωστοῦ μας Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τὸ ἀναφερόμενο παρακάτω στὴ φυσική του θέση «Τὸ προσταχθὲν   μυστικῶς…» καὶ ὄχι τὸ «Τῇ Ὑπερμάχῳ στρατηγῷ…», τὸ ἐκ τῶν   ὑστέρων εἰσαχθὲν στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ οὐδεμίαν  σχέσιν ἔχον μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ποὺ εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅπως παρακάτω θὰ διευκρινίσωμε.

    2)  Περίοδος ἀκμῆς τῶν Κοντακίων (Ὕμνων)


     Τὰ Κοντάκια (οἱ Ὕμνοι μὲ τοὺς Οἴκους) ἐμφανίζονται ὡς ὑμνολογικὸ εἶδος κατὰ τὸ Β΄ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος (μετὰ τὸ 350) στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας, μεγάλο πνευματικὸ κέντρο ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ σοφίας μὲ Θεολογικὴ Σχολὴ ἐφάμιλλη τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας. Πρῶτος ἔγραψε Ὕμνους   (Κοντάκια) ὁ Ἐφραὶμ ὁ Σύρος (305 – 378), διακεκριμένος ρήτωρ καὶ ποιητὴς καὶ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.
     Τὸ Κοντάκιο ἔφθασε στὴν πλήρη ἀκμὴ του κατὰ τὸ Α΄ ἥμισυ τοῦ 6ου αἰώνα μὲ κυριώτερο τότε ἐκπρόσωπό του τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, Σύρο τὴν καταγωγή, μεγάλο ποιητὴ καὶ ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Συνεγράφησαν τότε πολλοὶ Ὕμνοι (κοντάκια) γιὰ ὅλες τὶς Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ γιὰ τὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ καλύτεροι, εἰσήχθησαν στὴ θεία λατρεία καὶ στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, τὶς ὁποῖες καὶ ἐκόσμησαν ἐπὶ τέσσαρες σχεδὸν αἰῶνες ἕως καὶ τὰ μέσα περίπου τοῦ 8ου αἰῶνος, ὁπότε ἄρχισε ἡ βαθμιαία ἀντικατάστασή τους ἀπὸ ἄλλα τεχνικότερα καὶ περιεκτικότερα μέλη, τοὺς ΚανόνεςὉ τελευταῖος μεγάλος ποιητὴς Κοντακίων (Ὕμνων) εἶναι ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων (575-638), ἐκ Δαμασκοῦ τῆς Συρίας καταγόμενος, τοῦ ὁποίου καὶ σώζονται πολλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ Ὕμνοι.
     Οἱ Κανόνες ἐμφανίστηκαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνος (πιθανῶς τὴν πρώτη δεκαετία). Ἐφευρέτης καὶ πατέρας τῶν Κανόνων θεωρεῖται ὁ Ἀνδρέας Κρήτης (660-740), ἐπίσκοπος Γόρτυνος Κρήτης, Σύρος καὶ αὐτὸς τὴν καταγωγήν, μεγάλοι δὲ ποιηταὶ κανόνων εἶναι οἱ μεταγενέστεροί του, Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς ὁ Μελωδὸς (8ος αἰών), Θεόδωρος Στουδίτης, Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος Γραπτοί, Ἰωσὴφ ὁ Ξένος, ὁ Μέγας Φώτιος, ἡ μοναχὴ Κασσιανὴ (9ο αἰών.). Τελευταῖος μεγάλος ποιητὴς Κανόνων εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους (11ος αἰών.).
     Οἱ Κανόνες, καθὼς ἐλέχθη, ὡς τεχνικότερα καὶ ἰσχυρότερα μέλη ἐξετόπισαν ἀπὸ τὴ λατρεία τούς Ὕμνους καὶ κατέλαβαν βαθμιαία τὴ θέση τους. Ἡ βαθμιαία αὐτὴ  ἀντικατάσταση ὁλοκληρώθηκε στὰ τέλη τοῦ 8ου αἰῶνος μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς μεταρρύθμισης τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ὁπότε ὅλοι οἱ Ὕμνοι μπῆκαν στὸ περιθώριο. Λείψανα μόνο ἀπὸ τοὺς Ὕμνους, τὸ Κοντάκιο καὶ ἕνας οἶκος, διασώθηκαν στὰ Λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συγκεκριμένα μέσα στὸν Κανόνα ἀμέσως μετὰ τὴν 6η ᾠδή, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὸ ὑμνολογικὸ ἐκεῖνο
εἶδος.
     Μοναδικὴ περίπτωση Ἀκολουθίας, ποὺ ἦρθε ὁ Κανών, χωρὶς νὰ φύγει ὁ Ὕμνος (συνύπαρξη Ὕμνου καὶ Κανόνος), εἶναι ἡ Ἀκάθιστος Ἀκολουθία, τὴν δομὴ τῆς ὁποίας θὰ ἀναπτύξωμε στὸ τέλος τῆς παρούσης Εἰσαγωγῆς. Οἱ λόγοι, ποὺ ὁ Ὕμνος τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας δὲν ἐκτοπίσθηκε μὲ τὴν εἴσοδο σ’ αὐτὴν τοῦ Κανόνος, ἐμφανεῖς κατὰ τὴ γνώμη μας, εἶναι:
     α) Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶχε συνδεθεῖ μὲ τὴν σωτηρία τῆς Βασιλεύουσας (628) ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ Ἀβάρους, καὶ ἡ σωτηρία ἐκείνη ἀπεδόθη στὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας ἐψάλη τότε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ὕμνος αὐτὸς Ἀκάθιστα,  ὀρθοστάδην, τότε ὁ Ὕμνος αὐτὸς πῆρε καὶ τὴν προσωνυμία Ἀκάθιστος, καὶ τότε πιθανῶς νὰ συνετέθη καὶ ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τὸ ἐπείσακτο στὴν Ἀκάθιστο Ἀκολουθία κοντάκιο:

«Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν   εὐχαριστήρια, ἀναγράφω Σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε. Ἀλλ΄ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων   ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι. Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.», ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας τῆς Πόλης πρὸς τὴν Θεομήτορα «ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια…». 


Ὁ   Ἀκάθιστος Ὕμνος τότε μαζὶ μὲ τὸ νεοεισαχθὲν Κοντάκιο πῆραν ἐπὶ πλέον τὸ χρῶμα ἐθνικῆς ἑορτῆς.

     β) Ἡ ἀρτιότητα τοῦ συγκεκριμένου Ὕμνου, τὸ λογοτεχνικὸ κάλλος του, ἡ θεολογικὴ πληρότητα τοῦ περιεχομένου του θὰ ἐπηρέασαν ἀσφαλῶς τοὺς ὑπεύθυνους δομήτορας τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὥστε ὁ Ὕμνος αὐτὸς νὰ μείνει στὴ θέση του, ἕνα ἀριστούργημα σὰν αὐτὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὴ λατρεία.

         3)  Χρόνος συγγραφῆς τοῦ ἔργου – συγγραφέας.

     Ἂν δεχθοῦμε ὡς ὀρθὴ τὴν πληροφορία τοῦ Συναξαριστῆ   (Σάββατο τῆς Ε΄ ἑβδομάδος τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς), ὅτι τὸ 628 ἐψάλη ὁ συγκεκριμένος Ὕμνος γιὰ πρώτη φορὰ ὀρθοστάδην, ἐπειδὴ ἡ σωτηρία τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ Ἀβάρους ἀπεδόθη στὴν θαυμαστὴ ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, («…Ὃ γε μὴν Θεοφιλής τῆς Κωνσταντίνου λαὸς τῇ Θεομήτορι τὴν χάριν ἀφοσιούμενοι, ὁλονύκτιον τὸν Ὕμνον, καὶ Ἀκάθιστον αὐτῇ ἐμελώδησαν, ὡς ὑπὲρ αὐτῶν ἀγρυπνησάσῃ, καὶ ὑπερφυεῖ δυνάμει διαπραξαμένῃ τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τρόπαιον.»), τότε εἶναι βέβαιο, ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ συνεγράφη νωρίτερα, χωρὶς νὰ ἔχει προσδιορισθεῖ τὸ πότε ἀκριβῶς. Προσέτι ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐρευνητὲς ἀποκλείουν τὴν περίπτωση συγγραφῆς τοῦ ἔργου τὸ 628, κατὰ τὴν πολιορκία δηλ. τῆς Πόλης καὶ μὲ τὶς ἐπικρατοῦσες τότε συνθῆκες. Ὁ ἰσχυρισμὸς μερικῶν ὅτι συγγραφέας τοῦ ἔργου εἶναι ὁ Πατριάρχης Σέργιος οὐδόλως εὐσταθεῖ, διότι ὁ Σέργιος δὲν διέθετε οὔτε χρόνο τότε, οὔτε ἱκανότητα εἶχε γιὰ συγγραφὴ τόσο μεγάλου ἔργου. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς τοποθετοῦν τὴν ἐμφάνιση τοῦ συγκεκριμένου Ὕμνου στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα περί τό 500, γνώμη τὴν ὁποία σέβεται καὶ ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία. Ὁ ἰσχυρισμὸς μερικῶν ἐρευνητῶν, ὅτι συγγραφέας τοῦ ἔργου εἶναι ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς, δὲν ἀποδεικνύεται, καὶ μᾶλλον ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴ σύγκριση τοῦ ἔργου, μὲ ἄλλους διασωθέντας Ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ.
     Ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου παραμένει ἄγνωστος ἀκόμα, καλὰ  κρυμμένος. Τὸ μόνο ποὺ μὲ βεβαιότητα γνωρίζομε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἔργο του εἶναι, ὅτι ἦταν μεγάλος λογοτέχνης καὶ συγχρόνως μεγάλος Θεολόγος.

          4) Δομὴ καὶ περιεχόμενο τοῦ Ἀκ. Ὕμνου

     Τὸ ἔργο διακρίνεται σὲ δύο μέρη. Τὸ Α΄μέρος, τὸ ἱστορικ  (οἶκοι Α-Μ), ἔχει ὑπόθεση τὸ μέγα γεγονὸς τῆς Σάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου (Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Λουκ. 1, 26-38) καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολουθοῦν μέχρι τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (Λουκ. 2, 22-38). Τὸ Β΄ μέρος τοῦ ἔργου (οἶκοι Ν – Ω), τὸ διδακτικὸ, περιέχει δογματικὴ καὶ θεολογικὴ διδασκαλία.
     Ἄλλος τρόπος διαίρεσης τοῦ ἔργου εἶναι: α) Δώδεκα περιττοὶ οἶκοι μὲ τὰ 144 «Χαῖρε» πρὸς τὴν Παρθένο τῆς Ναζαρὲτ (12x12), καὶ β) Δώδεκα ἄρτιοι οἶκοι συντομώτεροι καταλήγοντες στὸ  «Ἀλληλούϊα».
     Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς δομῆς τοῦ ἔργου ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ εἶναι ἡ ἐκφώνηση τῶν χαιρετισμῶν στοὺς περιττοὺς οἴκους.
     Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἔργου (Α-Μ) τὰ χαιρονύμφια ἐκφωνοῦν:
α΄) Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ (οἶκοι Α, Γ), β΄) Τὸ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆςἘλισάβετ βρέφος (οἶκος Ε΄), γ΄) οἱ ποιμένες (οἶκος Η΄), δ΄) οἱ μάγοι (οἶκος Ι΄) καὶ ε΄) οἱ ἀπελευθερωθέντες ἀπὸ τὰ εἴδωλα  ἐθνικοὶ (οἶκος Λ).
     Στὸ Δεύτερο μέρος τοῦ ἔργου (Ν-Ω) ὅλα τὰ χαιρονύμφιαστοὺς περιττοὺς οἴκους ἐκφωνοῦν οἱ θαυμάζοντες τὸ μέγα γεγονὸς πιστοί. Στὴν χαρὰ γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Σάρκωσης συμμετέχουν ὅλοι, καὶ πρῶτος ὁ κόσμος τῶν ἀγγέλων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία…». Αὐτὴ ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀντιληπτὴ καὶ χαιρετίστηκε ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἀγέννητο παιδὶ τῆς Ἐλισάβετ «Ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 1, 41). Χαιρετίστηκε ἀπὸ τοὺς σοφούς τῆς Ἀνατολῆς (τρεῖς Μάγοι), ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγράμματους ποιμένες. Ἀπὸ τοὺς πιστούς τοῦ Μεσσία, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπίστους ἐθνικούς.
     Ἡ διαίρεση τοῦ ἔργου σὲ τέσσαρες Στάσεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔγινε γιὰ πρακτικοὺς μόνο λόγους ἐξυπηρέτησης τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρακοστή.
     Τέλος ἐπισημαίνουμε ὅτι τὸ ἔργο ἔχει ἀκροστιχίδα τὴν  Ἑλληνικὴ ἀλφάβητο, γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ ἰσχυρὴ ἔνδειξη γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ συγγραφέα.

          5)  Ὁ κανὼν τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας.

     Εἶναι τὸ δεύτερο μεγάλο ποίημα αὐτῆς τῆς Ἀκολουθίας μὲ τὰ 37 τροπάριά του σὲ ὀκτὼ ᾠδὲς καὶ μὲ ἀκροστιχίδα «Χαρᾶς δοχεῖον σοὶ πρέπει χαίρειν μόνῃ. Ἰωσήφ», σχηματιζομένην ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ  γράμματα τῶν 37 αὐτῶν τροπαρίων. Ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶναι ἔργο τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου (810-886), ὅπως ἡ ἀκροστιχίδα φανερώνει, καὶ μπῆκε στὴν Ἀκάθιστο Ἀκολουθία τὸ Β΄ ἥμισυ τοῦ 9ου αἰῶνος, χωρὶς νὰ ἐκτοπίσει τὸν Ὕμνο, ὅπως πιὸ πάνω τονίστηκε.  Ἡ ὑπόθεση τοῦ Κανόνα, ἡ κεντρικὴ ἰδέα του, εἶναι ἡ ἴδια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἀκ. Ὕμνου, δηλ. ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γύρω ἀπὸ τὴν Ἰδέα αὐτὴ ἀναπτύσσονται στὰ τροπάρια τοῦ κανόνα ἡ ὑπουργία (προσφορὰ) τῆς Θεοτόκου στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Σαρκώσεως, καὶ οἱ ἀρετές της.
     Ἡ στενὴ σχέση τῶν δύο ποιημάτων τῆς Ἀκαθ. Ἀκολουθίας (Κανόνος καὶ Ὕμνου) ὁδηγεῖ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶχε ὑπ’ ὄψη του τὸν Ὕμνο, ὅταν συνέθετε τὸν κανόνα αὐτόν, καὶ τὸ πιθανότερο ἀκόμα εἶναι ὁ Ἰωσὴφ νὰ μεταποίησε τὸν Ὕμνο σὲ Κανόνα.
     Τέλος τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…» τὸ ψαλλόμενο στὴν Ἀκάθιστο Ἀκολουθία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑπόθεση,
οὔτε τοῦ Κανόνα, οὔτε τοῦ Ὕμνου, εἶναι ἕνας εὐχαριστήριος ὕμνος πρὸς τὴν Θεομήτορα Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς Βασιλεύουσας Πόλης ἀπὸ τοὺς Βαρβάρους τὸ 628. Πιθανῶς ἐγράφη τότε ἢ λίγο ἀργότερα καὶ ἀπετέλεσε, ὀρθῶς, ἀπὸ τότε ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Ἀκολουθίας. Τὸ Κοντάκιο αὐτό, ὅπως καὶ ὅλος ὁ Ὕμνος, στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ὅταν οἱ ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων πολλαπλασιάστηκαν, ἀλλὰ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου (1453) κατὰ τὴν μακραίωνα δουλεία τοῦ Γένους, εἶχαν ταυτισθεῖ μὲ τὸν ἀγώνα ἐπιβίωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. εἶχε γίνει τὸ κοντάκιο αὐτὸ Θούριος καὶ Ὕμνος Ἐθνικός, ὅπως πιὸ πάνω ἀναφέρθηκε, καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἔχει αὐτὸ τὸ χρῶμα, ἰδιαίτερα ὅταν ἀκούγεται στὶς ἐθνικές μας γιορτές.
     Τὸ κοντάκιο «Τὸ προσταθὲν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει…», τὸ ὁποῖο πολλοὶ ἐκδότες κακῶς ἀναφέρουν ὡς ἀπολυτίκιο, παραθέτομε παρακάτω στὴ φυσική του θέση, ὡς προοίμιο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τὸν ὁποῖο καί, κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας, ἑρμηνεύομε. Προτιμήσαμε τὴν ἐλεύθερη καὶ ὄχι τὴν κατὰ λέξη μετάφραση τοῦ κειμένου στὴν ὁμιλουμένη, ἐπειδὴ τὸ δεύτερο αὐτό, κατὰ τὴ γνώμη μας, καὶ ἀδόκιμο εἶναι, καὶ ἐπικίνδυνο.

        6)  Δομὴ τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας.

     Κορμὸς τῆς Ἀκαθίστου Ἀκολουθίας σήμερα εἶναι τὰ δύο μεγάλα ποιήματα, τὰ ὁποῖα ἀναλυτικὰ προηγούμενα παρουσιάσαμε.
     α) Ὁ Κανόνας μὲ τὰ 37 τροπάριά του καὶ τοὺς 8 ἐπείσακτους εἱρμοὺς (σύνολο 45 τροπάρια).
     β) Ὁ Ὕμνος μὲ τοὺς 24 Οἴκους του.
     γ) Τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ…».
     δ) Τὸ Κοντάκιο «Τὸ προσταχθέν…» (μόνο τὴν Ε΄ Παρασκευή).
     Σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο ἡ Ἀκάθιστος Ἀκολουθία κατὰ τὶς πρῶτες 4 Παρασκευὲς ἔχει ὡς ἑξῆς:
     Α΄) Εὐχὲς καὶ ψαλμοὶ Μικροῦ Ἀποδείπνου.
     Β΄) Κανόνας Ἀκαθίστου (τὸν ψάλλουν οἱ ἱεροψάλτες).
     Γ΄) Κοντάκιον («Τῇ Ὑπερμάχῳ…»).
     Δ΄) Ἀκάθιστος Ὕμνος (μία Στάση, ἐκφωνεῖ ὁ Ἱερέας).
      Ε΄) Εὐχὲς ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
      Τὴν Ε΄ Παρασκευὴ τῶν Χαιρετισμῶν ψάλλεται ὅλος ὁ Ἀκάθ. Ὕμνος (Α-Ω) μὲ Κοντάκιο «Τὸ προσταχθέν…» στὴν φυσική του θέση, στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὕμνου ὡς προοίμιο. Τὸ ἐπείσακτο Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ…» ψάλλεται ὡς προοίμιο κάθε Στάσης τῶν Χαιρετισμῶν κατά τὴν ἡμέρα αὐτή.
      Τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει μὲ λεπτομέρεια ὅλες τὶς περιπτώσεις τελέσεως τῆς Ἀκαθ. Ἀκολουθίας
.
      7)   Ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Ἀκολουθίας.

     Ἀπ’ ὅτι διαπιστώθηκε ἀπὸ τὶς μέχρι σήμερα ἔρευνες ἡ ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Ἀκαθ. Ἀκολουθίας εἶναι ἡ ἑξῆς: Στὰ τέλη τοῦ Ε΄ αἰῶνος, ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ ΣΤ΄ (γύρω στὸ 500 μ.Χ.) γρά φτηκε ὁ συγκεκριμένος Ὕμνος γιὰ τὸ μέγα γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπὸ ἄγνωστο μέχρι σήμερα συγγραφέα. 
      Ὁ Ὕμνος αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸ Κοντάκιό του «Τὸ προσταχθέν…» καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους ὕμνους ἐψάλλετο κατὰ τήν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἕως τὸ 628, ὁπότε ἐψάλη ἐκτάκτως μόνος του, καὶ ὀρθοστάδην, ὡς ἱκεσία πρός τήν Θεοτόκο καί καταφυγή στήν Προστασία Της, λόγῳ τοῦ ἐκ τῆς βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς τῶν Περσῶν καί Ἀβάρων θανασίμου κινδύνου. Τότε πιθανῶς ἐγράφη καὶ τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχῳ…» ὡς εὐχαριστήριος πρὸς τὴν Παναγία Ὕμνος γιά τήν Προστασία Της, καὶ ἔμεινε ἔκτοτε ὡς φυσικὸ μέλος τῆς Ἀκ. Ἀκολουθίας. Θεσπίστηκε ἴσως τότε ἢ λίγο ἀργότερα νὰ ψάλλεται ὁ Ὕμνος μαζὶ μὲ τὰ δύο Κοντάκια κατὰ τὸ ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς τῶν πέντε πρώτων ἑβδομάδων τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς (ἀγρυπνία ὀρθοστάδην).
      Ἀργότερα, τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰῶνος, ἴσως τὸ 860, μετὰ τὴν ἀποτυχημένη καὶ πάλι ἐπιδρομὴ τῶν Ρώς ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου ἢ λίγο ἀργότερα, εἰσῆλθε στὴν Ἀκάθιστο Ἀκολουθία ὁ κανόνας, ἔργο τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου. Τότε, κατὰ τὴ γνώμη μας, πῆρε τὴ σημερινή της μορφὴ ἡ Ἀκάθιστος   Ἀκολουθία, καὶ δομήτωρ αὐτῆς εἶναι μᾶλλον, ὁ μέγας Φώτιος,   Πατριάρχης Κων/πόλεως. Ἡ προσωπική μας γνώμη εἶναι, ὅτι ἡ σοφία καὶ ἡ ὀξυδέρκεια τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνδρὸς διέκριναν καὶ ἐξετίμησαν τὴν ἱστορική, ἀλλὰ καὶ λογοτεχνικὴ καὶ θεολογικὴ ἀξία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καὶ τὸν ἐκράτησαν ἄθικτο στὴν Ἱερὴ αὐτὴ Ἀκολουθία.
      Μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι τὸ παρὸν πόνημα θὰ βοηθήσει τὸν πιστὸ στὴν κατανόηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θησαυροῦ τῆς Παναχράντου, κλείνομε τὴν παροῦσα εἰσαγωγὴ ἐπικαλούμενοι καὶ τὴν βοήθειά Της στὸν στόχο μας αὐτὸ.

Ἀλέξανδρος παπα Γεωργίου Θεοδωρίδης

Θεολόγος – Μουσικοδιδάσκαλος   


Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος

Τὸ Κοντάκιοντοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου



«Τὸ προσταχθέν,1 μυστικῶς λαβών 2 ἐν γνώσει

ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ 3 ἐπέστη
ὁ Ἀσώματος 4 λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ5
Ὁ κλίνας 6 τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, 6

χωρεῖται 7 ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν Σοί
.
Ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ Σου
λαβόντα 8 δούλου μορφήν,
ἐξίσταμαι 9 κραυγάζων Σοι.
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.






Ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἔλαβε παρὰ τοῦ Θεοῦ γνῶσιν

περὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος διατεταγμένου μυστηρίου τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ
(Μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ) καὶ ἐντολὴ νὰ τὸ μεταφέρει
στὴν Παρθένο, μὲ σπουδὴ κατέβηκε στὴ σκηνὴ τοῦ Ἰωσήφ,
ὅπου ἔμενε ἡ Παρθένος Μαρία, καὶ λέγει πρὸς τὴν ἁγνὴν
καὶ ἀπειρόγαμον Κόρην τῆς Ναζαρέτ:
Ὁ ἄπειρος Θεός, ὁ ἀχώρητος στοὺς Οὐρανούς,
ἐξ αἰτίας τοῦ ἀπείρου ἐλέους του καὶ τῆς ἀγάπης Του
πρὸς τὸν ἄνθρωπο, χαμηλώνει τοὺς οὐρανούς,
ἔρχεται τώρα καὶ περιορίζεται καὶ κατοικεῖ μέσα σου
(μέσα στὴν γαστέρα σου) ὅλος (ὅλη ἡ Θεότητα),
χωρὶς νὰ πάθει μεταβολή. Καὶ βλέποντας Αὐτὸν
μέσα στὴν μήτρα Σου αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ
παίρνει ἀνθρώπινη ὑπόσταση (νὰ γίνεται ἄνθρωπος,
χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεὸς) ἀπορῶ
καὶ θαυμάζω καὶ χαιρετῶ ψάλλοντας Σ’ ἐσένα:
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.


1 «προσταχθέν». Εἶναι τό: «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον…», ἡ
ἀπόφαση, τὸ Σχέδιο, ἡ «Μεγάλη Βουλὴ» τοῦ Θεοῦ, τὸ προαιώνιο Σχέδιό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ τὸν ὑμνογράφο «ἀνακαλύπτεται…», φανερώνεται τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
2 «λαβών ἐν γνώσει». Τὸ μυστήριο αὐτό, τὸ Θεῖο Σχέδιο, δὲν τὸ ἐγνώριζαν οὔτε οἱ ἄγγελοι μέχρι τὴ
στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ νὰ τὸ μεταφέρει στην Παρθένο.
3 «σπουδῇ ἐπέστη». Τὴ σημαντικότητα τοῦ γεγονότος θέλει νὰ τονίσει. Ἕνα σπουδαῖο μήνυμα
χαρᾶς μεταφέρεται πρόθυμα καί γρήγορα.
4 Ἀσώματος. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὸ Λουκ. 1, 26-33.
5 Ἀπειρόγαμος κόρη. Ἡ μὴ λαβοῦσα πεῖραν γάμου, ἀνύπαντρη, ἡ ἀπείρανδρος, ἡ μὴ ἐλθοῦσα σὲ
ἐπαφὴ μὲ ἄνδρα. Παρθένος.
6 κλίνω οὐρανούς, χαμηλώνω τοὺς οὐρανούς• ἐννοεῖ ὅτι οἱ οὐρανοὶ καὶ ὁ κατοικῶν ἐν Οὐρανοῖς, ὁ
Θεός, ἔρχονται πιὸ κοντὰ στὴ γῆ, ἐξ αἰτίας τῆς συγκαταβάσεως, (ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας) τοῦ Θεοῦ
πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
7 χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί. Ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ ἀχώρητος παντί»,
χωρεῖται, περιορίζεται ὅλος σ’ ἕναν πολὺ μικρὸ χῶρο, στὰ σπλάχνα τῆς Παρθένου, ἀναλλοιώτως,
χωρὶς νὰ πάθει ἀλλοίωση. Γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἦταν• Θεός.
8 λαβόντα δούλου μορφήν. Δὲν πῆρε ἁπλῶς τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ἀλλὰ ἐκεῖ, στὴν μήτρα τῆς Παρθέ-
νου, πῆρε ἀπὸ Αὐτὴν ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, (σάρκα, αἷμα, καὶ ὀστᾶ, καὶ ψυχὴ ἀνθρώπινη) καὶ
ἑνώθηκε μ’ αὐτὴν ἀχώριστα, ἀδιαίρετα, ἄτρεπτα, ἀσύγχυτα γιὰ πάντα.
9 Ἐξίσταμαι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα μυστήριο, «τὸ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον, καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον»,
ποὺ θαυμάζει ὁ Γαβριήλ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει.






Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος

γγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε.
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ σωματούμενόν 1 σε θεωρῶν, Κύριε, ἐξίστατο
καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα.
Χαῖρε, δὶ’ ἧς ἡ χαρὰ 2 ἐκλάμψει.
χαῖρε, δὶ’ ἧς ἡ ἀρά ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις.

χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὒας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς.
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων 3 ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα4
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα. 4
Χαῖρε, ἀστὴρ 4 ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον.
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου Σαρκώσεως.
Χαῖρε, δὶ’ ἧς νεουργεῖται 5 ἡ κτίσις.
χαῖρε, δὶ’ ἧς βρεφουργεῖται 6 ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.




Ὁ Ἀρχάγγελος (Γαβριὴλ) ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ
στὴ γῆ κατέβηκε, προκειμένου νὰ φέρει τὸ Μεγάλο μήνυμα τῆς Χαρᾶς στὴν Θεοτόκο.
καὶ βλέποντάς Σε, Κύριε, νὰ σωματώνεσαι στὰ σπλάχνα τῆς
Μητέρας σου τὴ στιγμὴ τοῦ χαιρετισμοῦ, ἐξεπλάγη καὶ μὲ
εὐλάβεια στάθηκε λέγοντας σ’ αὐτήν:
Χαῖρε, Παρθένε, διότι ἐσὺ γίνεσαι ἡ αἰτία
νὰ διαλάμψει στὸν κόσμο ἡ χαρά.
χαῖρε, διότι μέσῳ Σοῦ θὰ ἐκλείψει ἡ προπατορικὴ κατάρα.
Χαῖρε, (διότι σὺ γίνεσαι) τοῦ ἁμαρτήσαντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκληση πίσω στὸν Παράδεισο.
χαῖρε, (διότι γίνεσαι) τῆς Εὒας ἡ λύτρωση ἀπὸ τὰ δάκρυα
τῆς μετανοίας της γιὰ τὸ φταίξιμό της.
Χαῖρε, διότι ἔγινες ὕψος δυσανάβατο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο
λογικὸ, γιὰ τὴ χάρη πού σοῦ δόθηκε καὶ γιὰ τὸ μέγεθος τῶν ἀρετῶν Σου,
χαῖρε, διότι εἶσαι βάθος δυσθεώρητο,
ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μάτια τῶν ἀγγέλων.
Χαῖρε, γιατί τώρα ἔγινες θρόνος τοῦ Bασιλέως τοῦ Μεγάλου.
χαῖρε, γιατί κρατεῖς τώρα Ἐκεῖνον
ποὺ τὰ Σύμπαντα κρατεῖ στὸ χέρι του.
Χαῖρε, ἀστὴρ ποὺ φανερώνεις τὸν ἐρχόμενο Μέγαν Ἥλιον,
χαῖρε γαστήρ, ὅπου ὁ Θεὸς σαρκώθηκε καὶ γίνεται ἄνθρωπος.
Χαῖρε, διότι εἶσαι ἐκείνη, διὰ τῆς ὁποίας
ἀνακαινίζεται ἡ Κτίσις.
Χαῖρε, διότι εἶσαι τὸ σκεῦος, διὰ τοῦ ὁποίου
ὁ Κτίστης γίνεται βρέφος.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.



1 Σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ σωματούμενον. Ἡ Σάρκωση ἀρχίζει ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ τοῦ χαιρετισμοῦ
τοῦ Ἀγγέλου «Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ…» (Λουκ. 1, 28). Κατ’ ἄλλους λίγο ἀργότερα
μόλις ἡ Παρθένος εἶπε «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1, 38).
2 χαρά. Ἴδε Ἀδ. Ὑπερευλογημένη.
3 Τὸ τελούμενο μέσα στὰ σπλάχνα τῆς Θεοτόκου ἦταν ἀκατανόητο, ἄγνωστο, καὶ γιὰ τοὺς Ἀγγέλους
ἀκόμα.
4 Ἴδε Ἀδ. (καθέδρα, θρόνος, ἀστήρ).
5 Ἡ γαστὴρ αὐτῆς εἶναι ἡ κάμινος ὅπου ἀνεπλάσθη ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ ὅπου ξεκίνησε ἡ
ἀνακαίνιση ὅλου τοῦ κόσμου (ἴδε Ἀδ. Κάμινος).
6 Ὑπονοεῖ τὸ «Παιδίον νέον» τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ (Κοντάκιο Χριστουγέννων).










Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως.
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται.
Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις κράζων;
(Ἀλληλούϊα)

Βλέποντας καὶ γνωρίζοντας ἡ Παρθένος τὸν ἑαυτὸ της τελείως καθαρὴν καὶ ἁγνὴν ἀπαντᾷ στὸν Γαβριὴλ μὲ θάρρος
(μὲ τὸ θάρρος τῆς ἁγνείας). Τὸ παράδοξο μήνυμα τῆς φωνῆς σου,
δύσκολα γίνεται ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ψυχή μου. Διότι πῶς λέγεις
καὶ διαλαλεῖς τὴν κύηση ἀσπόρου συλλήψεως; (πράγμα ἀκατανόητο;) 
(Ἀλληλούϊα)


Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς
τὸν λειτουργοῦντα. ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱὸν πῶς ἐστι
τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι.
Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω:

Χαῖρε, βουλῆς 1 ἀπορρήτου μύστις.
χαῖρε, σιγῆς δεομένων 2 πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον3
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον .4
Χαῖρε, κλίμαξ 5 ἐπουράνιε, δὶ ἧς κατέβη ὁ Θεός.
χαῖρε, γέφυρα 6 μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τό τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον 7 θαῦμα.
χαῖρε, τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.8
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως 9 γεννήσασα.
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν.10
χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
(Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε)

Γνώση ἀκατανόητη ζητώντας νὰ μάθει ἡ Παρθένος μὲ θάρρος
εἶπε πρὸς τὸν λειτουργό τοῦ Ὑψίστου: Ἀπὸ καθαροὺς-
παρθενικοὺς λαγόνες πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ Υἱός; Πές
μου. Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε πρὸς αὐτὴν μὲ φόβο, σταθερὰ ὅμως
καὶ καθαρὰ τὰ ἑξῆς:
Χαῖρε, μυσταγωγὲ τῆς ἀπόρρητης,
ἀκατανόητης γιὰ τὸν ἄνθρωπο, Βουλῆς τοῦ Θεοῦ.
χαῖρε, Παρθένε, διότι εἶσαι ἡ πίστη,
ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ μυστήριο αὐτό.
Χαῖρε, διότι εἶσαι τὸ προοίμιο,
ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.
χαῖρε, διότι εἶσαι τὸ πρῶτο,
τὸ κυριότερο ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστεως Αὐτοῦ.
Χαῖρε, σκάλα οὐράνιε, διὰ τῆς ὁποίας
κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ Γῆ.
χαῖρε, γέφυρα, ἡ ὁποία μεταφέρει τοὺς ἀνθρώπους
ἀπὸ τὴ γῆ στὸν Οὐρανό.
Χαῖρε, Σύ τὸ πολυθρύλητο, πολυτραγουδισμένο,
θαῦμα τῶν Ἀγγέλων.
χαῖρε, τὸ πολύκλαυστο, τὸ πολυθρήνητο,
τραῦμα τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, ἡ γεννήσασα τὸ φῶς, τὸν Μέγαν Ἥλιον, ἀφράστως.
χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἰς οὐδένα ἐφανέρωσες
τὸν τρόπον τῆς κυήσεως.
Χαῖρε, διότι ἡ ἁγιότης καὶ οἱ ἀρετές σου καὶ τὸ τελούμενον ἐν
Σοί μυστήριον ὑπερβαίνουν τὴν γνῶσιν τῶν σοφῶν.
χαῖρε, διότι μὲ τὸν βίο καὶ τὴν ἁγιότητά Σου
καταλαμπρύνεις τὸν νοῦν τῶν πιστῶν.
(Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε)







1 Εἶναι ἡ Μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ προαιώνιο Σχέδιο Σωτηρίας τοῦ ανθρώπου.
2 Τὰ μυστήρια γίνονται προσιτὰ μόνο μὲ πίστη.
3 Τὸ θαῦμα τῆς Σαρκώσεως εἶναι προοίμιον ὅλων τῶν θαυμάτων.
4 Κεφάλαιον, ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. Εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς Σάρκωσης.
5 +6 Ἴδε ἀδάμαντες.
7 Πολυθρύλητον. Τὸ γεγονὸς τοῦ εὐαγγελισμοῦ, ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, ἡ ἀρχὴ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ
Θείου Σχεδίου, ἔγινε ὕμνος ἀσίγαστος στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ.
8 Ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τὸ πρῶτο κατὰ τῶν δαιμόνων τραῦμα• Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ
ὁλοκληρωτικὸ «τραῦμα τῶν δαιμόνων». (ἴδε, ἐξαπ. Σταυροῦ)
9 Μυστήριο ἀπόρρητο ἡ Σάρκωση καὶ ἡ Γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο.
10 Τὸ ἐν τῇ Θεοτόκῳ μυστήριον, ἡ ὑπουργία της στὸ Θεῖο Σχέδιο, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἀρετῶν
καὶ τῆς προσωπικότητάς της ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη γνώση.

__