Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

Ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή.
Συγκλονιστικό, πράγματι τὸ παρακάτω τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης, ποὺ ἐπὶ δέκα τρεῖς αἰῶνες κυριαρχεῖ στὴν Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου· Συγκλονιστικὸ ὄχι μόνο γιὰ τὴν λογοτεχνική, μουσικὴ καὶ νοηματικὴ πληρότητά του, ποὺ τὸ καθιστᾶ ἀσύγκριτο, ἀλλά κυρίως γιὰ τὸ δράμα μιᾶς ψυχῆς, ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν χείμαρρος μέσα ἀπὸ τοὺς περίτεχνους στίχους του, ἡ ὁποία ψυχὴ φαίνεται, ὅτι βρίσκει αὐτὸ ποὺ ἀναζητεῖ στὸν τελευταῖο στίχο τοῦ ποιήματος.


  1. «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνὴ
  2. τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
  3. ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
  4. Οἲμοι λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
  5. ζοφώδης τὲ καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
  6. Δέξαι μου τὰς πηγάς τῶν δακρύων,
  7. ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
  8. κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
  9. ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
10. καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
11. ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις,
12. ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὒα τὸ δειλινὸν
13. κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
14. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
15. Τὶς ἐξιχνιάσει ψυχοσώστα σωτήρ μου;
16. Μὴ μὲ τὴν σὴν δούλην παρίδης,
17. Ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.



Τὸ ὡραιότατο αὐτὸ τροπάριο, ποὺ θὰ μποροῦσε μόνο του νὰ ἀποτελέσει θέμα μιᾶς ὁλόκληρης μουσικοθεολογικῆς ἐκδήλωσης, ὥστε νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ποίημα τῆς μοναχῆς Κασσιανῆς, μεγάλης ὑμνογράφου καὶ ἁγίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τοῦ Τριῳδίου. Κόρη ἐξέχουσας οἰκογένειας τοῦ Βυζαντίου ἡ Κασσιανή, γνωστὴ γιὰ τὸ κάλλος, τὴ μόρφωση καὶ τὶς ἀρετές της, ἔχασε τὸ θρόνο τῆς βασίλισσας ἐξ αἰτίας μιᾶς στιγμιαίας ἰδιοτροπίας τοῦ ἐγωϊστοῦ καὶ ἐπιπόλαιου διαδόχου τοῦ θρόνου καὶ κατόπιν αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Θεοφίλου (α΄ μισό τοῦ 9ου αἰώνα). Ἡ ἀποτραβηχθεῖσα σὲ Μονὴ κόρη τοῦ Βυζαντίου χάρισε στὴν Ὀρθοδοξία πολλοὺς καὶ ὡραιότατους ὕμνους συναγωνιζόμενη καὶ αὐτὸν τὸν Δαμασκηνό.

Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται, ὅτι τὸ τροπάριο ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριο μὲ μύρο πόρνης γυναικὸς (Λουκ. 7, 38-50), τῆς ὁποίας τὰ ἁμαρτήματα ὁ καρδιογνώστης συγχώρησε. Ἐξ’ ἄλλου κέντρο τῆς ὑμνολογίας τῆς ἡμέρας ἐκείνης εἶναι τὸ γεγονὸς ἀκριβῶς αὐτό. Προσεκτικότερη ὅμως μελέτη τοῦ ποιήματος ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ συγγραφέας τοῦ ἔργου ταυτίζει τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν γυναίκα τῆς παραπάνω εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Φαίνεται ὅτι ζεῖ τόσο ἔντονα τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο γεγονός, νιώθει καὶ αὐτή, ὅπως ἐκείνη, ἔντονη ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, αἰσθάνεται τόση συντριβή, ὥστε ἡ ταύτιση εἶναι πλήρης. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε αὐτὴ τὴν ταύτιση, τὴν ὁποία ἡ ποιήτρια προσπαθεῖ ἐπιμελῶς νὰ κρύψει, ἂν δὲν ὑπῆρχε στὸν ἑνδέκατο (11) στίχο ἡ λέξη «πάλιν», πού, εἴτε σκόπιμα χρησιμοποιεῖ, εἴτε τυχαίως, ἀποτελεῖ ἀπόδειξη, ὅτι τὸ τροπάριο δὲν ἀναφέρεται στὴν γυναίκα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Διακρίνομε τέσσαρες ἑνότητες στὸ ἔργο.

Α΄ Ἡ ἀνάληψη τοῦ ἔργου μυροφόρου (στίχ. 1-3). Ἡ ὑμνογράφος ἀναγνωρίζοντας τὰ πολλά της ἁμαρτήματα καὶ πιστεύοντας, ὅπως ἡ πόρνη τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, στὴν θεότητα καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Ἰησοῦ προσφέρει καὶ αὐτὴ τὸ δικό της μύρο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ πλούσιο σὲ ἄρωμα ὑμνογραφικό της ἔργο, δεῖγμα τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ παρὸν τροπάριο.

Β΄ Ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἡ ἀδυναμία ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτὴν (στίχ. 4-5). Μιά ἁγία ψυχή, μιά μορφωμένη γυναίκα μὲ τόσα προσόντα καὶ τόσες ἀρετές, μιά ρωμαλαία προσωπικότητα, ὅπως ἡ παράδοση μαρτυρεῖ, καὶ ὅπως ἐμεῖς διακρίνομε στὸ πλούσιο ὑμνογραφικὸ ἔργο της, αἰσθάνεται ἁμαρτωλὴ καὶ ἀδύναμη νὰ σωθεῖ χωρὶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ ὑπερβολικὴ ταπεινοφροσύνη· δὲν ὑποκρίνεται. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ αὐτογνωσία. Τὴν ἴδια διάγνωση γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους κάνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρῶτο τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο. «Οἶστρος ἀκολασίας», ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία ἰσχυρή, μὴ ἀναστρέψιμη χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γ΄  Μετάνοια καὶ ἔλεος (στίχ. 6-13). Εἶναι τὸ κύριο μέρος, ὁ κορμὸς τοῦ ποιήματος. Τὰ δύο σχήματα λόγου ἀνὰ διστιχία (στίχ. 6-7 καὶ 8-9), συγκλονιστικὰ γιὰ τὸ γραμματολογικὸ καὶ νοηματικό τους κάλλος, ἀποδεικνύουν τὸ «ρωμαλαῖον» τῆς προσωπικότητας καὶ τὴν ἄριστη μόρφωση τῆς ποιήτριας.

Οἱ πηγὲς τῶν δακρύων τῆς μετανοούσης παραβάλλονται μὲ τὸ ἀτέλειωτο νερὸ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν βροχῶν (6-7).

Αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν ἄφατη μακροθυμία, ταπείνωση καὶ κένωσή του χαμήλωσε τοὺς οὐρανούς, φέρνοντας ἔτσι τὸν Θεὸ πιὸ κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ ἀρνηθεῖ νὰ σκύψει καὶ νὰ ἀκούσει τοὺς στεναγμοὺς μιᾶς συντετριμμένης καρδίας (στ. 8-9).

Οἱ στίχοι 10 καὶ 11 μᾶς θυμίζουν τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς (Λουκ. 7, 38-50), ἀλλὰ τὸ ἐπίρρημα «πάλιν» ἀποτελεῖ ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ποιήτρια μιλάει γιὰ τὸν ἑαυτό της. Τέλος οἱ στίχοι 12 καὶ 13 ἀναφέρονται στὰ «ἐν τῷ Παραδείσῳ συμβάντα» (Γεν. 3, 10-11), ὅπου ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὒα μετὰ τὴν παρακοὴ τὸ δειλινὸ τῆς ἴδιας ἡμέρας νιώθοντας ἔνοχοι κρύφτηκαν, ὅταν ἄκουσαν τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ. Ἡ λαϊκὴ δοξασία ὅτι ἐδῶ ἡ ποιήτρια ὑπαινίσσεται ἐπίσκεψη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοφίλου στὴ μονή, ὅπου αὐτὴ μόναζε, δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κανένα ἔρεισμα, καὶ μᾶλλον εἶναι αὐθαίρετη ἑρμηνεία τοῦ κειμένου.

Δ΄ Ἐμπιστοσύνη καὶ Παράδοση στὸ ἀμέτρητο ἔλεος (στίχ. 14-17). Εἶναι ὁ ἐπίλογος τοῦ ἔργου. Ἕνα ἀκόμη ὄμορφο καὶ συγκλονιστικὸ σχῆμα λόγου ἔχουμε στὸ στίχ. 14. Μέγα καὶ ἀπειράριθμο τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ἄβυσσος ἀληθινὴ οἱ βουλὲς καὶ οἱ ἀγαθὲς προθέσεις του, τὰ κρίματά Του. Στοὺς στίχ. 16 καὶ 17 ἡ δούλη ψυχὴ ἐμπιστεύεται καὶ παραδίδεται σ’ αὐτὸ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ γράψει πολλὰ ἀναλύοντας τὸ ποίημα αὐτό, λογοτεχνικά, μουσικὰ καὶ θεολογικά. Εἶναι ὅμως τόσο ὄμορφο τὸ κείμενο, τόσο τέλειος ὁ ρυθμός του, τόσο κατανυκτικὴ ἡ μουσική του, ποὺ φοβοῦμαι, ὅτι κάθε προσπάθεια περαιτέρω ἀνάλυσής του μᾶλλον θὰ τὸ ἀδικοῦσε. Ἐκεῖνο ποὺ ἐδῶ ἤθελα νὰ σημειώσω εἶναι, ὅτι ἕνας θησαυρὸς ἀπὸ χιλιάδες παρόμοια ποιήματα ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει ἄγνωστος, «κεκρυμμένος» γιὰ τοὺς κληρονόμους του. Μέσα στὸ ἔργο τοῦ Ἱεροψάλτου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν παράδοση εἶχε τὴν τιμητική του διάκριση ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Μ. Τετάρτη), εἶναι καὶ ἡ προβολὴ καὶ διάδοση αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θησαυροῦ, τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνολογίας.

Ἡ παροῦσα μικρὴ προσπάθεια ἀπὸ μέρους μας στόχο ἔχει τὴ δημιουργία ἐνδιαφέροντος τοῦ πιστοῦ γιὰ τὸ παραπάνω ποίημα, τὸ ἐσωτερικό του κάλλος καὶ τὴν προσεκτικὴ μελέτη του, ὥστε, ὅταν τὸ ἀκούσει στὸ Ἱερὸ Ναὸ ἀπὸ ἕνα καλλίφωνο Ἱεροψάλτη, νὰ ἀπολαύσει, ὄχι μόνο τὶς ἀνεπανάληπτες μουσικὲς γραμμές του, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ δημιούργημα.