Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Ο ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ( 2 ) ΚΕΙΜΕΝΟ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ – ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ


ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΠΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ἦχος πλ. β΄
Ὠδὴ α΄ Ὁ εἱρμός.
Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην1 τύραννον1 ὑπὸ γῆν ἔκρυψαν τῶν σεσωσμένων2 οἱ παῖδες· ἀλλ’ ἡμεῖς ὡς αἱ νεάνιδες3 τῷ Κυρίῳ ᾂσωμεν, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.


Αὐτόν, ποὺ μέσα στὰ κύματα τῆς θαλάσσης κατεκάλυψε κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ τὸν διώκτη τύραννο (τὸν Φαραώ), ἔθαψαν τώρα κάτω στὴν γῆ οἱ ἀπόγονοι τῶν διασωθέντων τότε. Ἐμεῖς ὅμως, ὅπως οἱ νεάνιδες τότε, ἂς ψάλουμε τώρα εἰς τὸν Κύριο, διότι δεόντως δοξάστηκε (μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή του).

Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον4 καὶ ἐπιτάφιον ᾠδήν4 σοι ᾂσομαι, τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι τὰς εἰσόδους5 διανοίξαντι5  καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ ᾃδην θανατώσαντι6.

Κύριε καὶ Θεέ μου, θὰ ψάλω ὕμνο ἐπικήδειο καὶ τραγούδι ἐπιτάφιο γιὰ σένα, ποὺ μὲ τὴ δική σου ταφή διάπλατα ἄνοιξες σ’ ἐμένα τὶς πύλες τῆς (αἰώνιας) ζωῆς, καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὸν θάνατό σου τὸν θάνατο καὶ τὸν Ἅδη ἐνέκρωσες.

Ἄνω σε ἐν θρόνῳ καὶ κάτῳ ἐν τάφῳ τὰ ὑπερκόσμια7 καὶ ὑποχθόνια7 κατανοοῦντα7, Σωτήρ μου, ἐδονεῖτο7 τῇ νεκρώσει σου, ὑπὲρ νοῦν ὡράθης γὰρ νεκρός8 ζωαρχικώτατος8.

Ὢ Θεὲ καὶ Σωτήρα μου: βλέποντας Ἐσένα  νὰ βρίσκεσαι ταυτόχρονα ἄνω στὸν θρόνο (μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα) καὶ κάτω μέσα στὸν τάφο νεκρός, οἱ ὑπερκόσμιες καὶ ὑποχθόνιες δυνάμεις συγκλονίζονταν γιὰ τὴν παράδοξη νέκρωσή σου·  διότι Σύ, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη λογική, φάνηκες νεκρός, καὶ συγχρόνως ἀρχὴ καὶ πηγὴ ζωῆς.

Ἳνα σου τῆς δόξης τὰ πάντα πληρώσης, καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις9 τῆς γῆς· ἀπὸ γάρ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη10 ἡ ὑπόστασίς11 μου ἡ ἐν Ἀδὰμ καὶ ταφείς φθαρέντα12 με καινοποιεῖς13, φιλάνθρωπε14

Κατέβηκες, Κύριε, καὶ διέμεινες (ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες), καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς (στὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδη), γιὰ νὰ γεμίσεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ πάντα· διότι, (λόγῳ τῆς παγγνωσίας σου), δὲν ἦταν κρυφὴ σὲ ’σένα ἡ ἀδυναμία μου πρὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ ὀφείλεται στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ· Μὲ τὸν θάνατο ὅμως τώρα καὶ τὴν ταφή σου ἀνακαινίζεις, φιλάνθρωπε, ἐμένα, ὁ ὁποῖος ἔχω φθαρεῖ (ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας)

________________________________________________________
1) Τὸν Φαραὼ ὑπονοεῖ κατὰ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης.
2) Οἱ σεσωσμένοι. Οἱ διασωθέντες μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ Ἰσραηλίτες.
3) νεάνιδες. Αἱ διασωθεῖσαι τότε ἔστησαν χορὸ μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν ἀδερφὴ τοῦ Μωϋσέως Μαριάμ. Ἡ πρόθεση ἀλλὰ ὑποδηλώνει τὴν ἀχαριστία τῶν ἀπογόνων τῶν τότε διασωθέντων· εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔκραζαν: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν».
4) ἐξόδιος ὕμνος, ἐπιτάφιος ᾠδή. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ὕμνου (ἀπὸ τὸ πρῶτο τροπάριο) ὁ ποιητὴς χαρακτηρίζει τὸ ἔργο του. Τὰ μηνύματα ὅμως τῆς ἀναστάσεως ἐκρέουν ἄφθονα ἀπὸ  κάθε τροπάριο.
5) Τὸ κλείσιμο τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ διάνοιξη τῶν πυλῶν τῆς ζωῆς.
6) Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου εἶναι ὁ παιάνας τῆς Ὀρθοδοξίας. «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾋδου τὴν καθαίρεσιν…» Κανὼν Πάσχα)
7) Ὑπερκόσμια καὶ ὑποχθόνια κατανοοῦντα ἐδονεῖτο. Συγκλονίσθηκε ὅλη ἡ κτίσις, ὄχι ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
8) νεκρὸς ζωαρχικώτατος. Σχῆμα ὀξύμωρο ποὺ εἶχε ἐφαρμογὴ μόνο μία φορά.
9) Ἐκήρυξε καὶ στοὺς «ἀπ’ αἰώνων νεκρούς», γιὰ νὰ δοθεῖ καὶ σ’ ἐκείνους ἡ δυνατότητα σωτηρίας.
10) Ὡς πάνσοφος γνωρίζει τὰ πάντα (καὶ τὰ κρυπτά).
11) «Ἡ ἐν Ἀδὰμ ὑπόστασις» ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ κληρονόμησε ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαίως.
12) Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος εἶναι συνέπειες τῆς «ἐν Ἀδὰμ ὑποστάσεώς μας».
13) Ἡ «Καινοποίησις» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ «ἀφθαρτοποίησις» εἶναι τὸ κεντρικὸ δίδαγμα ὄχι μόνο τοῦ παρόντος κανόνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν.
14) Ὅλες οἱ ἀπὸ Θεοῦ εὐλογίες ὀφείλονται στὴ φιλανθρωπία Του


Ὠδὴ γ΄ ὁ εἱρμὸς
Σὲ τὸν ἐπὶ ὑδάτων κρεμάσαντα15 πᾶσαν τὴν γῆν ἀσχέτως15 ἡ Κτίσις κατιδοῦσα16 ἐν τῷ Κρανίῳ κρεμάμενον, θάμβει πολλῷ συνείχετο16, οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου, Κύριε, κραυγάζουσα.

Ὅταν ἡ Κτίσις εἶδε Ἐσένα, ὁ ὁποῖος ἐκρέμασε ὁλόκληρη τὴν γῆ πάνω σὲ ὕδατα, χωρὶς πουθενὰ ἀλλοῦ νὰ στηρίζεται αὐτή, νὰ κρέμεσαι πάνω σὲ σταυρὸ ἐκεῖ στὸν τόπο τοῦ Κρανίου, καταλείφθηκε ἀπὸ ἔντονο θαυμασμὸ καὶ ἐκραύγαζε: δὲν ὑπάρχει ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ Σένα Κύριε.
              
Σύμβολα17 τῆς ταφῆς σου παρέδειξας τὰς ὁράσεις17 πληθύνας· νῦν δὲ τὰ κρύφιά σου θεανδρικῶς διετράνωσας18 καὶ τοῖς ἐν ᾋδῃ, Δέσποτα, οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου, Κύριε, κραυγάζοντας.

Παρουσίασες, Κύριε, (στοὺς παλαιοὺς καιροὺς) πολλὰ σύμβολα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς σου δείχνοντας πολλὰ ὁράματα στούς Προφῆτες· τώρα ὅμως, Δέσποτά μας, μὲ τρόπο ποὺ ταιριάζει στὴ θεανδρική σου ὑπόσταση, φανέρωσες ὁλότελα τὰ ἀπόκρυφα μέχρι τώρα μυστήριά σου, ἀκόμη καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸν ᾋδη, οἱ ὁποῖοι (ἔκθαμβοι) κραυγάζουν: Δὲν ὑπάρχει ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ ’Σένα Κύριε.

Ἣπλωσας19 τὰς παλάμας καὶ ἣνωσας20 τὰ τῷ πρὶν διεστῶτα·20 καταστολῇ δέ, Σῶτερ, τῇ ἐν σινδόνι21 καὶ μνήματι21 πεπεδημένους22 ἔλυσας22: οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου, Κύριε, κραυγάζοντας.

Ἅπλωσες, (Κύριε) στὸ Σταυρὸ τὶς παλάμες σου καὶ (ἔτσι, μ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα) ἕνωσες αὐτά, ποὺ προηγουμένως ἦταν χωρισμένα, ἀπομακρυσμένα (ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεὸ)· καὶ ἐπὶ πλέον, μὲ τὸ νὰ περιτυλιχθεῖς μὲ σενδόνι καὶ μὲ τὸ νὰ κατατεθεῖς σὲ τάφο, τοὺς δεσμίους του Ἅδου ἀπελευθέρωσες, οἱ ὁποῖοι (εὐγνώμονες) μὲ δυνατὴ φωνὴ ἔψαλλαν: Δὲν ὑπάρχει ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ ’Σένα, Κύριε.

Μνήματι καὶ σφραγῖσιν, ἀχώρητε, συνεσχέθης23 βουλήσει·23 καὶ γὰρ τὴν δύναμίν σου ταῖς ἐνεργείαις24 ἐγνώρισας θεουργικῶς τοῖς μέλπουσιν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου, Κύριε φιλάνθρωπε.

Σὺ Κύριε, ὁ ἀχώρητος στὸ Σύμπαν, μὲ τὴ θέλησή σου συγκρατήθηκες ἀπὸ τὸ μνῆμα, ὅπου τὸ σῶμα σου τέθηκε, καὶ ἀπὸ τὴ σφραγισμένη πλάκα αὐτοῦ του μνήματος· καὶ ἔτσι μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἀκολούθησαν (ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις) φανέρωσες μὲ τρόπο θαυμαστὸ τὴ δύναμή σου σ’ ἐμᾶς τοὺς πιστοὺς, ποὺ ψάλλομε: Δὲν ὑπάρχει ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ ’Σένα, Κύριε φιλάνθρωπε.

____________________________________________________________
15) Ἡ παντοδυναμία καὶ πανσοφία τοῦ Θεοῦ τονίζεται.
16) Ἡ κτίσις δὲν ἔμεινε ἀπαθής στὸ πάθος τοῦ Κυρίου.
17) Πολλὰ τὰ ὁράματα τῶν Προφητῶν, τὰ ὁποῖα προετύπωσαν τὸν ἐρχόμενο Μεσσία καὶ τὰ ἔργα του.
18) διετράνωσας, ὄχι ἁπλῶς τὰ φανέρωσε, ἀλλὰ τὰ ἔκανε ὁλότελα φανερὰ σὲ ὅλους.
19) α) Μὲ τὴ σταύρωσή του μᾶς ἐπανέφερε κοντά του, «ἀνεκτήσαντο ἡμᾶς». (Καν. Χριστουγέννων)
     β) Τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ δηλώνουν τὰ ἁπλωμένα χέρια.
20) «τὰ τῷ πρὶν διεστῶτα»: τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεὸ δηλώνουν.
21) Ἡ σινδών «ἡ καθαρά» καὶ τὸ «Καινὸν μνῆμα», ἀχρησιμοποίητος τάφος, τὴν ἀνακαίνιση, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἐννοοῦν.
22) «πεπεδημένοι», δεμένοι, δέσμιοι, δὲν ἤσαν μόνο οἱ ἕως τότε θανόντες, ἀλλὰ ὅλη ἡ ἀνθρωπότης.
23) ὅτι ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφὴ τοῦ Κυρίου ἔγιναν «ἑκουσίως» εἶναι ἀλήθεια μυριόλεκτη στὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία.
24) Ὅσα ἔγιναν μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ἀποδεικνύουν τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου καὶ τὸν «ἑκούσιο» θάνατο.


Ὠδὴ  δ΄.  ὁ εἱρμὸς
Τὴν ἐν σταυρῷ σου θείαν κένωσιν25 προορῶν Ἀββακοὺμ26 ἐξεστηκώς ἐβόα· Σὺ δυναστῶν διέκοψας27 κράτος ἀγαθέ, ὁμιλῶν28 τοῖς ἐν ᾃδῃ ὡς παντοδύναμος.


Προβλέποντας ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ τὴν ἀπέραντη θεϊκή σου συγκατάβαση, ποὺ πάνω στὸ Σταυρὸ κορυφώθηκε, γεμάτος ἔκπληξη ἀναφωνοῦσε· Σύ, ἀγαθὲ Κύριε, ὅταν ὡς νεκρὸς κατέβηκες στὸν ᾋδη καὶ κήρυξες στοὺς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ νεκρούς, ἔβαλες τέλος, ὡς παντοδύναμος Θεός, στὴν κυριαρχία τῶν δυναστῶν. (δαιμόνων, θανάτου, Ἅδου).

Ἑβδόμην29 σήμερον ἡγίασας29, ἣν εὐλόγησας29 πρὶν καταπαύσει30 τῶν ἔργων· παράγεις31 γὰρ τὰ σύμπαντα καὶ καινοποιεῖς32, σαββατίζων30, σωτήρ μου, καὶ ἀνακτώμενος33.

Ἁγίασες σήμερα, Σωτήρα μου, τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὸ Σάββατο, ποὺ καὶ πρίν, ὅταν δημιουργοῦσες τὸν κόσμο, εὐλόγησες μὲ τὴν κατάπαυση τῶν ἔργων. Διότι τώρα μὲ τὴν ἀνάπαυσή σου αὐτὴ (τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφὴ) καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή σου ὁδηγεῖς πάλιν τὰ Σύμπαντα στὸν προορισμό τους, καὶ τὰ ἀνακαινίζεις.

Ρωμαλαιότητι τοῦ κρείτονος34 ἐκνικήσαντός σου, τῆς σαρκὸς ἡ ψυχή σου διῄρηται35· σπαράττουσιν36 ἄμφω γὰρ δεσμοὺς τοῦ θανάτου καὶ ᾋδου, Λόγε, τῷ κράτει σου.

Ἐπειδὴ σύ, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐπεκράτησες καὶ ἀναστήθηκες μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἰσχυροτέρου, γι’ αὐτὸ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα Σου χωρίστηκε, διότι καὶ τὰ δύο (ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σου) διασπαράττουν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου μὲ τὴν δύναμη τῆς Θεότητός σου.

Ὁ Ἅδης, Λόγε, συναντήσας σοι ἐπικράνθη37, βροτὸν ὁρῶν τεθεωμένον38, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργόν39, τῷ φρικτῷ τῆς μορφῆς δὲ διαπεφώνηκεν40.

Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅδης πικράνθηκε, ὅταν σὲ συνάντησε, ἐπειδὴ ἔβλεπε ἄνθρωπο ὄχι ἁπλόν, ἀλλὰ ἄνθρωπο θεωμένο, γεμάτο μὲν μὲ μώλωπες καὶ πληγές, καὶ ὅμως παντοδύναμο, καὶ ἐξ αἰτίας τῆς φοβερῆς μορφῆς σου ἔμεινε ἄφωνος (ἂπνους).

___________________________________________________________
25) «Ἡ ἐν σταυρῷ θεία κένωσις», Ἡ ἄκρα ταπείνωση, ἡ ἄκρα «πτωχεία» τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄπειρη συγκατάβαση, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἐκδηλώνεται.
26) Ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ 600 π.Χ. Ὁ εἱρμὸς τῆς δ΄ ᾠδῆς τῶν κανόνων ἀναφέρεται στὴν Προφητεία τοῦ Ἀββακοὺμ (Ἀββ. 2, 1-3).
27) Κράτος δυναστῶν. Ἡ καταστροφή του. (Ἀββ. κέφ. 2, 1-5).
28) ὁμιλῶν τοῖς ἐν Ἅδη. Ἀπόδοση θείας δικαιοσύνης. Ἔπρεπε νὰ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία καὶ στοὺς νεκροὺς νὰ ἀκούσουν τὸ κάλεσμα τῆς μετανοίας.
29) «… καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην…» (Γέν. 2, 3)
30) Ἡ κατάπαυση τῶν ἔργων τῆς Π.Δ. προτύπωσε τὴν θεία ταφή (Σαββατίζων) καί ἀνάσταση.
30+31+32) Μὲ τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση (Σαββατίζων) ὁ Κύριος ἀνεκαίνισε καὶ ἀποθανάτισε ὄχι μόνο τὸ «πρόσλημμα», τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἀλλὰ ὅλη τὴν κτίση «… παράγεις γὰρ τὰ σύμπαντα καὶ κανοποιεῖς σαββατίζων…»
33) «ἀνακτώμενος» Ὁ Κύριος «σαββατίζων», ὄχι μόνο παράγει καὶ καινοποιεῖ τὰ σύμπαντα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀποκαθιστᾶ στὴν προπτωτική τους θέση, τὰ ξανακάνει δικά του.
34) τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἐννοεῖ.
35) «… διήρηται τῆς σαρκὸς ἡ ψυχή σου». Ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἦταν πραγματικός, ὅπως σὲ κάθε νεκρό, καὶ ὄχι φαινομενικός, ὅπως διδάσκουν οἱ βλάσφημοι αἱρετικοί.
36) «… σπαράττουσιν δεσμοὺς θανάτου ἄμφω…», ἐπειδή, τόσο στὸν τάφο μὲ τό σῶμα, ὅσο καὶ στὸν Ἅδη μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Ἰησοῦ παροῦσα καὶ ἑνωμένη εἶναι ἡ Θεότης. Αὐτὴ συντρίβει τὰ δεσμὰ.
37) «ἐπικράνθη». Κατὰ τὸν Ἰω. Δαμασκηνὸ ἡ συνάντηση αὐτὴ ἦταν πιὸ ὀδυνηρὴ γιὰ τὸν ᾋδη: «ᾋδης σοι προσπελάσας καὶ τοῖς ὀδοῦσι μὴ σθένων συντρῖψαι τὸ σῶμα σου τὰς σιαγόνας τέθλασται…» ἔχασε τὰ σαγόνια του καὶ ἔγινε ἀκίνδυνος  (Κανὼν βαρέος ἤχου)
38) βροτὸς τεθεωμένος. Δὲν χώρισαν οὔτε κατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφὴ οἱ δύο φύσεις.
39) πανσθενουργόν. Ἐπιβεβαιώνει τὰ προηγούμενα. Μόνο ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος.
40) διαπεφώνηκεν. Ἡ συντριβὴ καὶ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου τονίζεται.
 

Ὠδὴ ε΄ ὁ εἱρμὸς
Θεοφανείας σου, Χριστέ, τῆς πρὸς ἡμᾶς συμπαθῶς γενομένης, Ἡσαΐας41 φῶς ἰδὼν ἀνέσπερον, ἐκ νυκτὸς ὀρθρίσας ἐκραύγαζεν· ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις καὶ πάντες οἱ ἐν τῇ γῇ ἀγαλλιάσονται42.

Βλέποντας ὁ Ἡσαΐας, Χριστέ, τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς θεοφανείας σου, ἡ ὁποία γιὰ χάρη μας ἐξ αἰτίας τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας σου ἔγινε, ἀπὸ βαθὺ σκοτάδι ξυπνώντας, προφητικὰ ἐκραύγαζε: Θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ θὰ σηκωθοῦν οἱ εὐρισκόμενοι στὰ μνημεῖα, καὶ ὅλοι οἱ ἐπὶ τῆς γῆς ζῶντες θὰ αἰσθανθοῦν μεγάλη ἀγαλλίαση.

Νεοποιεῖς43 τοὺς γηγενεῖς ὁ πλαστουργὸς χοϊκὸς44 χρηματίσας, καὶ σινδών45 καὶ τάφος45 ὑπεμφαίνουσι τὸ συνὸν σοι, Λόγε, μυστήριον46· ὁ εὐσχήμων γὰρ βουλευτὴς τήν τοῦ σὲ φύσαντος βουλὴν47 σχηματίζει, ἐν σοί μεγαλοπρεπῶς καινοποιοῦντός43 με.

Ἀνακαινίζεις τοὺς χοϊκοὺς ἀνθρώπους, Κύριε, μὲ τὸ νὰ γίνεις χοϊκὸς Σύ, ὁ πλαστουργὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τόσον ἡ σινδόνα (ἡ καθαρὰ καὶ καινή), ὅσον καὶ ὁ τάφος (ὁ καινός, ὁ μὴ χρησιμοποιηθείς ποτὲ) ὑποδηλώνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο (τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ κόσμου), ποὺ ἐνυπάρχει σὲ ’Σένα, Λόγε. Διότι ὁ εὐσχήμων βουλευτής, ὁ Ἰωσὴφ (μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήσει καινούργιο τάφο καὶ καινούργιο σεντόνι) εἰκονίζει τὴ θέληση καὶ τὸ προαιώνιο Σχέδιο τοῦ Γεννήτορα Πατέρα σου, ὁ ὁποῖος μεγαλοπρεπῶς ἀνακαινίζει ἐμένα τὸν ἄνθρωπο μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ συμβαίνουν σὲ ’Σένα.


Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεις· ἀφθαρτίζεις48 γὰρ θεοπρεπέστατα ἀποθανατίζων τὸ πρόσλημμα49· ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν50 οὐκ οἶδε Δέσποτα, οὐδὲ ἡ ψυχή σου εἰς ᾋδου ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται51.

Μὲ τὸν θάνατό σου τὴν θνητὴ ἀνθρώπινη φύση σὲ ἀθάνατη μεταβάλλεις, μὲ τὴν ταφή σου τὸ φθαρτὸ σὲ ἄφθαρτο· καὶ αὐτὸ γίνεται, διότι Σὺ μὲ τὴ θεία σου δύναμη ἀφθαρτοποιεῖς τὸ πρόσλημμα, τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβες. Διότι τὸ σῶμα σου, Δέσποτα, δὲν γνώρισε φθορὰ καὶ ἀποσύνθεση στὸν τάφο (ἐπειδὴ ἐκεῖ ἑνωμένη μ’ αὐτὸ ἦταν ἡ θεότης), οὔτε ἡ ψυχή σου κατὰ τρόπο παράδοξο καὶ ὑπερλογικὸ ἐγκαταλείφθηκε μόνη στὸν ᾋδη (μαζί της, καὶ ἑνωμένη μ’ αὐτὴν, ἦταν ἡ Θεότης).

Ἐξ ἀλοχεύτου52 προελθών καὶ λογχευθείς τὴν πλευράν, πλαστουργέ μου, ἐξ αὐτῆς εἰργάσω τὴν ἀνάπλασιν53 τὴν τῆς Εὒας53, Ἀδὰμ54 γενόμενος, ἀφυπνώσας ὑπερφυῶς ὕπνον55 φυσίζωον55 καὶ ζωὴν56 ἐγείρας ἐξ ὕπνου καὶ τῆς φθορᾶς ὡς παντοδύναμος.

Ὢ πλαστουργὲ καὶ Θεέ μου· ὅταν σαρκώθηκες ἀπὸ μητέρα Παρθένο καὶ ἀπὸ αὐτὴν γεννήθηκες (χωρὶς λοχεία), καὶ ὅταν μὲ λόγχη τρυπήθηκες στὴ σαρκικὴ πλευρά σου, ἀπὸ αὐτὴ (τὴ λογχευμένη πλευρὰ) πραγμάτωσες τότε τὴν ἀνάπλαση τῆς Εὒας, γενόμενος ἔτσι Ἐσὺ (νέος) Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ κοιμηθεῖς ὑπερφυσικὰ ὕπνο (θάνατο) ζωογόνο καὶ μὲ τὸ νὰ ἀναστήσεις ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴ φθορὰ τὴν ζωὴ (τὴ νέα Εὒα), ἐπειδὴ εἶσαι παντοδύναμος.

____________________________________________________________
41) «… ἀναστήσονται οἱ νεκροί…» (Ἠσ. 26, 19)
42) «… οἱ ἐν τῇ γῇ ἀγαλλιάσσονται…» ἡ χαρὰ τῆς ἀπελευθέρωσης.
43) «Νεοποιεῖς τοὺς γηγενεῖς…» Ἡ νεοποίηση, ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ὀρθόδ. ὑμνολογίας. «παιδίον νέον», «πόμα καινὸν» κ.ἂ.
44) «Χοϊκὸς χρηματίσας»: «ἐπτώχευσεν ὁ Θεός…» θεολογία ἀποστ. Παύλου.
45+46) Ἡ καθαρὰ συνδών καὶ ὁ «καινὸς τάφος» ὅπως ἤδη σημειώθηκε (ἴδε 21) τὴν ἀνακαίνιση ὑποδηλώνουν, ποὺ ἤδη ξεκίνησε στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
47) «βουλή». Σχέδιο, σκέψη, ἀπόφαση. Ἐδῶ ἡ «Μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ» γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· «Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος» ὁ Χριστός.
48+49) Ἡ θεοποίηση τοῦ «προσλήμματος» καὶ ἡ ἀφθαρτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Κυρίου ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
50) διαφθορά, φθορὰ ὁλοκληρωτική, ἀποσύνθεση. Δὲν ξεκίνησε στὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιατί στὸν τάφο ἑνωμένη μὲ τὸ σῶμα πάντα ἦταν ἡ θεότης (ἴδε καὶ 36).
51) «οὐδέ… ἐγκαταλέλειπται». Δὲν ἐγκαταλείφθηκε ἀφιλόξενα μόνη στὸν Ἅδη ἡ ψυχή του.
52) ἡ ἀλόχευτος ἡ γεννήσασα χωρὶς λόχευσιν, χωρὶς μαίευσιν· ἡ Παρθένος.
53) Ἡ ἀναπλασθεῖσα Εὒα =
       α) ἡ ἀνακαινισθεῖσα, νεοποιηθεῖσα,
            ἀνθρωπότης
       β) Ἡ Θεοτόκος Νέα Εὒα
54) Νέος Ἀδάμ. Ὁ Χριστὸς, ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴν λογχευθεῖσαν πλευρὰν ἀνεπλάσθη ἡ Κτίσις.
55) ὕπνος φυσίζωος. Θάνατος ζωηφόρος (ὀξύμ.Σχῆμα).
56) Ὁ Ἰωνᾶς καὶ ἡ περιπέτειά του στὰ σπλάχνα τοῦ «θαλαττίου θηρὸς» συμβολίζουν τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Ὠδὴ στ΄  ὁ εἱρμὸς
Συνεσχέθη, ἀλλ’ οὐ κατεσχέθη στέρνοις κητῴοις Ἰωνᾶς56· σοῦ γὰρ τὸν τύπον56 φέρων, τοῦ παθόντος καὶ ταφῇ δοθέντος, ὡς ἐκ θαλάμου τοῦ θηρὸς ἀνέθορε57, προσεφώνει δὲ τῇ κουστωδίᾳ· οἱ φυλασσόμενοι μάταια καὶ ψευδῆ ἔλεον58 αὐτοῖς58 ἐγκατελίπετε58.

Κλείσθηκε, ἀλλὰ δὲν κατακρατήθηκε γιὰ πάντα μέσα στὰ σπλάχνα τοῦ θαλάσσιου κήτους ὁ Ἰωνᾶς· διότι, ἐπειδὴ (ὁ Ἰωνᾶς) προτύπωνε ἐσένα, ὁ ὁποῖος σὲ σταυρὸ ἔπαθες καὶ σὲ ταφὴ παραδόθηκες, ἀναπήδησε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ κήτους, ὅπως ὁ Νυμφίος (βγαίνει) ἀπὸ νυφικὸ θάλαμο (εὔθυμος, ἀβλαβής), καὶ προφητικῶς ἐκραύγαζε πρὸς τὴν φρουρὰ τοῦ τάφου σου: Σεῖς, ποὺ φρουρεῖτε τὸ μνῆμα μάταια καὶ ἄσκοπα, χάσατε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ (ἐπειδὴ δὲν ὁμολογήσατε, δὲν κηρύξατε, τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ).

Ἀνῃρέθης, ἀλλ’ οὐ διῃρέθης59, Λόγε, ἧς μετέσχες σαρκὸς· εἰ γὰρ καὶ λέλυταί σου ὁ ναὸς60 ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Πάθους, ἀλλὰ καί οὕτω μία ἦν ὑπόστασις τῆς θεότητος καὶ τῆς σαρκός σου60· ἐν ἀμφοτέροις γὰρ εἷς ὑπάρχεις Υἱός, Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.

Θανατώθηκες, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὅμως δὲν χωρίστηκες ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση σου. Διότι, ἂν καὶ γκρεμίστηκε ὁ ναὸς τοῦ σώματός σου κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Πάθους (κατὰ τὸν τριήμερο θάνατο), ἀλλά, ἀκόμα καὶ τότε, μία ἦταν ἡ ὑπόσταση καὶ τῆς θεότητός σου, καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης σου· Διότι καὶ στὶς δύο φύσεις σου ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς εἶσαι, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.

Βροτοκτόνον61, ἀλλ’ οὐ θεοκτόνον61 ἔφυ τὸ πταῖσμα61 τοῦ Ἀδὰμ· εἰ γὰρ καὶ πέπονθέ62 σου τῆς σαρκὸς ἡ χοϊκὴ οὐσία, ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθὴς63 διέμεινε· τὸ φθαρτὸν δὲ σου πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας καὶ ἀφθάρτου ζωῆς ἔδειξας πηγὴν63 ἐξαναστάσεως.

Τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ, Κύριε, ὑπῆρξε γιὰ σένα βροτοκτόνο (νέκρωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση σου), ὄχι ὅμως θεοκτόνο (ἡ θεία φύση σου ἔμεινε ἀπαθής). Διότι, ἂν καὶ ἔπαθε (καὶ νεκρώθηκε) ἡ χοϊκὴ οὐσία τῆς σάρκας Σου, ἡ θεότητά σου ἐν τούτοις διέμεινε ἀπαθὴς· καὶ τὸ ἕως τότε φθαρτὸ σῶμα σου τὸ ἀφθαρτοποίησες καὶ τὸ ἀνέδειξες μὲ τὴν ἀνάστασή σου πηγὴ αἰώνιας ζωῆς.

Βασιλεύει, ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει ᾃδης τοῦ γένους τῶν βρωτῶν· σὺ γὰρ τεθείς ἐν τάφῳ64, κραταιέ, ζωαρχικῇ παλάμῃ τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας65 καὶ ἐκήρυξας66 τοῖς ἀπ’ αἰῶνος67 ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος68.

Ὁ ᾃδης καὶ ὁ θάνατος κυριαρχοῦν πάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ ἡ κυριαρχία τους αὐτὴ δὲν εἶναι παντοτινὴ· διότι ἐσύ, παντοδύναμε, ὅταν στὸν τάφο τέθηκες, συνέτριψες μὲ τὴ ζωαρχική σου παλάμη τὶς ἀμπάρες τοῦ ᾃδη καὶ τοὺς μοχλοὺς τοῦ θανάτου, καὶ στοὺς ἐκεῖ ἀναπαυόμενους ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδὰμ νεκροὺς κήρυξες λύτρωση ἀληθινή, σωτήρα μας, μὲ τὸ νὰ γίνεις ’Σὺ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν (ὁ πρῶτος νεκρὸς ποὺ ἀναστήθηκε καὶ δὲν ξαναγύρισε στὸ μνῆμα).  

________________________________________________________
57) ἀνέθορε. Ἡ ἔξοδος τοῦ Ἰωνᾶ «ὡς ἐκ θαλάμου», τὸν Χριστό, τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας προεικονίζει.
58) «οἱ φυλασσόμενοι… ἔλεον αὐτοῖς ἐγκατελίπετε». Ἔχασαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ οἱ φρουροῦντες τὸν τάφο, ὄχι μόνο γιατί δὲν κήρυξαν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τὴν ἀπέκρυψαν δωροδοκηθέντες. (Ματθ. 27, 12-15)
59) Οἱ δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ (θεία καὶ ἀνθρώπινη) ἑνώθηκαν στὰ σπλάχνα τῆς Θεοτόκου ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καὶ ἀσυγχύτως.
60) «… λέλυταί σου ὁ Ναὸς» Τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τοῦ Ἰησοῦ ἐννοεῖ.
61) «τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδὰμ» Ἡ κληρονομικότητα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὑπῆρχε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου. Ἦταν ὅμως παροῦσα καὶ ἑνωμένη μ’ αὐτὴν ἡ Θεότης, ἡ ὁποία ἐκμηδένιζε κάθε ἁμαρτωλὴ σκέψη προτοῦ αὐτὴ ἐκδηλωθεῖ· γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν ἀναμάρτητος. (ἴδ. καὶ Ἡσαΐου 7, 16)
62) Ἔπαθε καὶ πέθανε μόνο ἡ χοϊκὴ οὐσία, τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
63) Ἡ Θεότητα εἶναι ἀθάνατη καὶ ἀπαθής.
64) Σὲ ὁλόκληρο τὸν παρόντα κανόνα ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ δράματος· πεδίο σύγκρουσης ζωῆς καὶ θανάτου.
65) διεσπάραξας. Πέρα γιὰ πέρα ἐσπάραξας. Τελεία ἐκμηδένιση.
66+67) Τὸ κήρυγμα στοὺς κεκοιμημένους γίνεται, γιὰ νὰ δοθεῖ καὶ σ’ αὐτοὺς ἡ δυνατότητα μετανοίας.
68) πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Ὁ πρῶτος νεκρὸς ποὺ ἀναστήθηκε ὁριστικά (ὅπως θὰ γίνει μὲ ὅλους κατὰ τὴ Β΄ παρουσία τοῦ Κυρίου) μὲ σῶμα θεοποιημένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο.


Ὠδὴ ζ΄ ὁ εἱρμὸς
Ἄφραστον69 θαῦμα! ὁ ἐν καμίνῳ ρυσάμενος τοὺς ὁσίους παῖδας70 ἐκ φλογός, ἐν τάφῳ71 νεκρός, ἂπνους κατατίθεται, εἰς σωτηρία ἡμῶν72 τῶν μελῳδούντων· Λυτρωτά73, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ. 

Θαῦμα ἀνείπωτο! Ἐκεῖνος ποὺ μέσα στὴν κάμινο διέσωσε τοὺς τρεῖς εὐσεβεῖς νέους ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ πυρός, τώρα νεκρός, χωρὶς πνοὴ ἐνταφιάζεται γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας, ποὺ (ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ) μελωδικὰ ψάλλουμε: Δοξασμένος εἶσαι πάντα, Λυτρωτὰ καὶ Θεέ μας.

Τέτρωται ᾃδης ἐν τῇ καρδίᾳ74 δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν, καὶ στένει75 πυρὶ θείῳ δαπανώμενος76, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν77 τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Τραυματίστηκε θανάσιμα ὁ ᾃδης, ὅταν δέχθηκε μέσα του Ἐκεῖνον ποὺ μὲ λόγχη τραυματίστηκε στὴν πλευρά, καὶ στενάζει ὁ ᾃδης ἀπὸ πόνο, ἐπειδὴ τὸν κατατρώγει τὸ πῦρ τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου, καὶ ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, ποὺ μελωδικὰ ψάλλομε: Δοξασμένος εἶσαι, Λυτρωτὰ καὶ Θεέ μας.

Ὄλβιος78 τάφος! ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος79 ὡς ὑπνοῦντα τὸν δημιουργόν, ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται80 εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Εὐτυχής, πλούσιος τάφος! διότι, ἐπειδὴ δέχθηκε μέσα του τὸν δημιουργό τοῦ κόσμου σὰν νὰ κοιμόταν, ἀπεδείχθη (ὁ τάφος) θεῖος θησαυρὸς αἰώνιας ζωῆς γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας, ποὺ (ἀπὸ εὐγνωμοσύνη) μελωδικὰ ψάλλομε: Δοξασμένος εἶσαι Λυτρωτὰ καὶ Θεέ μας.

Νόμῳ θανόντων, τὴν ἐν τῷ τάφῳ κατάθεσιν ἡ τῶν ὅλων δέχεται81 ζωή, καὶ τοῦτον πηγὴν δείκνυσιν ἐγέρσεως82, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο περὶ νεκρῶν, ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων, ὁ Χριστός, (κατα)δέχεται τὸν ἐνταφιασμό του σὲ καινὸ μνῆμα, ὅμως αὐτὸ τὸ μνῆμα, αὐτὸν τὸν τάφο, ἀναδεικνύει σὲ πηγὴ ἀναστάσεως καὶ ζωῆς, γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας, ποὺ (εὐγνωμόνως) ψάλλομε: Λυτρωτά, Ἐσὺ ὁ Θεός μας, εἶσαι δοξασμένος.

Μία83 ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ᾃδῃ ἀχώριστος καὶ ἐν τάφῳ καὶ ἐν τῇ Ἐδὲμ Θεότης83 Χριστοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Μία καὶ ἀδιαίρετη ἦταν ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση του (στὸ διάστημα τῆς τριήμερης ταφῆς Του), παροῦσα καὶ στὸν ᾃδη (μαζὶ μὲ τὴν ψυχή του) καὶ στὸν τάφο (μαζὶ μὲ τὸ σῶμα του) καὶ στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ χάρη τῆς δικῆς μας σωτηρίας, ποὺ μελωδικὰ ψάλλομε: Λυτρωτά, Ἐσὺ ὁ Θεός μας, εἶσαι δοξασμένος.

________________________________________________________
69+70) Οἱ τρεῖς παῖδες ἀβλαβεῖς ἐν καμίνῳ (Δανιὴλ 3, 19-46) προεικονίζουν τὴν «τριήμερον ἐν τάφῳ κατάθεσιν».
71) «νεκρός, ἂπνους» ὁ παντοδύναμος, ὁ Ζωοδότης, ὁ «πνοῆς χορηγὸς».
72) «εἰς σωτηρίαν ἡμῶν» ὁ στόχος τοῦ Θείου Σχεδίου (Μεγάλης Βουλῆς τοῦ Θεοῦ). Καὶ ὅλα γίνονται «…διὰ φιλανθρωπίαν».
73) Λυτρωτά. Ἐλύτρωσε τὸν ἄνθρωπο ἐπλήρωσε τὰ λύτρα μὲ τὸ αἷμα του. «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς… τῷ τιμίῳ σου αἵματι…» (Ἀπολυτίκιο Ἀκολ.Παθῶν).
74) Τὸ τραῦμα στὴν καρδιὰ τὴν ἐκμηδένιση, τὸ ὁριστικὸ χτύπημα δηλώνει, κάτι ποὺ σχεδὸν σὲ ὅλους τούς ἀναστάσιμους κανόνες τονίζεται.
75+76) Δὲν μπορεῖ (ὁ Ἅδης) νὰ ἀντέξει τὸ πῦρ τῆς Θεότητος.
77) ἴδ. καὶ 72. Ἐπὶ πλέον «ἀπὸ εὐγνωμοσύνη» μελωδοῦν.
78) Ὄλβιος Τάφος. Σχῆμα ὀξύμωρον. Ἡ κεντρικὴ Ἰδέα ὅλου τοῦ κανόνα. Στὸ ἴδιο τροπάριο καὶ στὸ ἑπόμενο ὁ ποιητὴς δικαιολογεῖ τὸ σχῆμα.
79+80) Ἐξηγεῖται γιατί ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶναι Ὄλβιος.
81) δέχεται, δέχεται ἑκουσίως, καταδέχεται. Ἑκουσία ταφὴ «εἰς ἡμῶν σωτηρίαν» ὅπως καὶ ἡ σταύρωσις καὶ τὰ Πάθη.
82) Πηγὴ ἐγέρσεως ὁ τάφος. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ τάφος, τὸ σημεῖο τοῦ τέλους τῆς ζωῆς, γίνεται πηγὴ καὶ σημεῖο ἀρχῆς τῆς ζωῆς. Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ διατυπώνει ἐδῶ ὁ Κοσμᾶς εἶναι τὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν, ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἐγκολπώνονται αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.
83) Τονίζεται καὶ πάλι ἐδῶ «τὸ ἀχώριστον, ἀσύγχυτον, ἀδιαίρετον καὶ ἄτρεπτον» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἕνωσή τους.


Ὠδὴ η΄ ὁ εἱρμὸς
Ἔκστηθι83 φρίττων, οὐρανέ, καὶ σαλευθήτωσαν83 τὰ θεμέλια τῆς γῆς· ἰδοὺ γὰρ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καὶ τάφῳ84 σμικρῷ ξενοδοχεῖται·  ὃν παῖδες εὐλογεῖτε85, ἱερεῖς85 ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε85 εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ἄλλαξε, Οὐρανέ, τὴν ὄψη σου ἀπὸ φρίκη (γι’ αὐτὰ ποὺ σήμερα συμβαίνουν), καὶ ἂς σαλευθοῦν τὰ θεμέλια τῆς γῆς· διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ποὺ κατοικεῖ στὰ ὕψιστα οὐράνια μέρη, κατατάσσεται τώρα ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς καὶ μέσα σὲ μικρὸ τάφο φιλοξενεῖται. Αὐτὸν (λοιπὸν) σεῖς οἱ παῖδες εὐλογεῖτε, οἱ ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, καὶ ὁ λαὸς ὅλος ὑψώνετέ τον πάνω ἀπὸ κάθε μεγαλεῖο παντοτινά.

Λέλυται ἄχραντος ναός86, τὴν πεπτωκυῖαν δὲ συνανίστησι σκηνὴν87· Ἀδὰμ γὰρ τῷ προτέρῳ δεύτερος88, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, κατῆλθε89 μέχρις ᾃδου ταμείων· ὃν παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Καταλύθηκε ὁ ἀμόλυντος Ναός, νεκρώθηκε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅμως μαζί του (ὅταν ἀναστήθηκε) ἀνέστησε καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάποτε ἔπεσε·  διότι ὁ Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ποὺ στὰ ὕψιστα κατοικεῖ, κατέβηκε μέχρι τὰ ταμεῖα (φυλακὲς) τοῦ Ἅδη, χάριν τοῦ πρώτου Ἀδὰμ (ὅλης της ἀνθρωπότητας). Αὐτὸν οἱ παῖδες εὐλογεῖτε…

Πέπαυται τόλμα90 μαθητῶν, Ἀριμαθαίας δὲ ἀριστεύει91 Ἰωσὴφ· νεκρὸν γὰρ καὶ γυμνὸν θεώμενος τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, αἰτεῖται καὶ κηδεύει92 κραυγάζων· οἱ παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Χάθηκε τὸ θάρρος καὶ ἡ τόλμη τῶν μαθητῶν, διακρίνεται ὅμως τώρα καὶ πρωταγωνιστεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία του ὁ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσὴφ· διότι βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ πάνω στὸ σταυρὸ νεκρὸ καὶ γυμνὸ τὸν κυρίαρχο τῶν πάντων Θεό, ζητεῖ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸν Πιλάτο καὶ τὸ ἐνταφιάζει κραυγάζοντας: Αὐτὸν οἱ παῖδες εὐλογεῖτε…

Ὢ τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν!93 ὢ ἀγαθότητος!94 ὢ ἀφράστου ἀνοχῆς!94 ἑκών95 γὰρ ὑπὸ γῆν σφραγίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καὶ πλάνος96 Θεὸς συκοφαντεῖται· ὃν παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ὢ τί παράδοξα καὶ πρωτοφανῆ θαύματα! τί μεγάλη ἀγαθότητα! τί ἀνείπωτη ἀνοχή! διότι, ἐκεῖνος ποὺ στὰ ὕψιστα κατοικεῖ, θάπτεται τώρα μέ τή θέλησή του κάτω ἀπὸ τὴν γῆ, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς συκοφαντεῖται σὰν λαοπλάνος· Δοξολογεῖτε αὐτὸν οἱ παῖδες…

_____________________________________________________________
83) ὁ ποιητὴς καλεῖ ὅλη τὴν Κτίση σὲ συμμετοχὴ πένθους γιὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα.
84) τάφῳ σμικρῷ, ὁ τάφος (ἦταν κανονικός), ἦταν ὅμως μικρός, πολὺ μικρός, σὲ σύγκριση μὲ Ἐκεῖνον ποὺ δεχόταν.
85) Διαρκή ἀνταπόκριση τῶν πιστῶν στὴν κλήση πάνδημης συμμετοχῆς διατυπώνει ὁ ποιητὴς χρησιμοποιώντας ἔγκλιση ὁριστικὴ καὶ χρόνο ἐνεστώτα.
86) ἄχραντος ναὸς τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ναὸς κατακάθαρος, ἀμόλυντος, ἀφοῦ παροῦσα, ἑνωμένη μὲ αὐτό, ἦταν ἡ θεότης.
87) πεπτωκυῖα σκηνή, ὁ ἀπομακρυνθείς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος μετὰ τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ.
88+89) Ὁ Δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστὸς ἦλθε χάριν τοῦ πρώτου Ἀδὰμ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία του «κατῆλθε μέχρις ᾃδου ταμείων».
90) «Πέπαυται τόλμα μαθητῶν…». Οἱ μαθηταὶ μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴ σταύρωσή του ἐκρύβοντο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 20, 19).
91) ἀριστεύει Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ. ὁ «κεκρυμένος διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων…» (Ἰω. 19, 38) μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, πρωταγωνιστεῖ στὴν ταφή του.
92) κηδεύει. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τονίζει ἰδιαίτερα τὴ μέριμνα τῶν δύο κρυφῶν μαθητῶν Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμου γιὰ τὴν ταφὴ (Ἰω. 19, 39-42). Ὁ «καινός τάφος», τὸ «καινὸν μνημεῖον, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἦν τεθειμένος» συμβολίζει τὴν «καινοποίηση», «νεοποίηση», τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου.
93) θαύματα καινά. Εἶχαν γίνει θαύματα πολλὰ ἕως τότε, ὄχι ὅμως τόσο μεγάλα, τόσο καινοφανῆ.
94) Ἡ ἀγαθότητα, τὸ ἀπέραντο ἔλεος, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἄφραστος ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἄλλα ἰδιώματά του, μυριόλεκτα σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα τονίζονται στὸν 102ο (ΡΒ) ψαλμό.
95) ἑκών… σφραγίζεται.Ὅτι «ἑκουσίως ὑπέστη θάνατον καὶ ταφὴν» εἶναι τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.  
96) πλάνος Θεὸς συκοφαντεῖται. Τὸ ἔπραξαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι συκοφαντήσαντες τὸν Ἰησοῦ στὸν Πιλάτο (Ματθ. 27, 63-66). Τὸ πράττουν πάντα ὁ Πονηρὸς καὶ οἱ ἄνθρωποί του.

 Ὠδὴ θ΄ ὁ εἱρμὸς
Μὴ ἐποδύρου μου97, μῆτερ, καθορῶσα ἐν τάφῳ, ὃν ἐν γαστρί ἄνευ σπορᾶς συνέλαβες Υἱὸν· ἀναστήσομαι97 γὰρ καὶ δοξασθήσομαι καὶ ὑψώσω98 ἐν δόξῃ ἀπαύστως ὡς Θεὸς τοὺς ἐν πίστει καὶ πόθῳ σὲ μεγαλύνοντας99.

Μὴ θρηνεῖς γιὰ μένα, μητέρα μου, βλέποντας μέσα στὸν τάφο ἐμένα τὸν Υἱόν σου, ποὺ συνέλαβες στὰ σπλάχνα σου χωρὶς σπέρμα ἀνδρὸς·  διότι θὰ ἀναστηθῶ, καὶ θὰ δοξασθῶ, καὶ θὰ ὑψώσω μαζί μου καὶ θὰ δοξάσω μὲ δόξα ἀτέλειωτη. ὡς παντοδύναμος Θεὸς. ὅλους ἐκείνους, ποὺ μὲ πίστη καὶ πόθο ἐσένα μεγαλύνουν.

Ἐπὶ τῷ ξένῳ100 σου τόκῳ τὰς ὠδῖνας φυγοῦσα ὑπερφυῶς ἐμακαρίσθην, ἄναρχε Υἱὲ· νῦν δὲ σέ, Θεέ μου, ἂπνουν101 ὁρῶσα νεκρὸν101 τῇ ρομφαίᾳ τῆς λύπης102 σπαράττομαι δεινῶς· ἀλλ’  ἀνάστηθι, ὅπως μεγαλυνθήσωμαι103

Ἄναρχε Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ· ἐξαιρετικὰ καὶ ὑπερβολικὰ μακαρίστηκα ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἐπειδὴ κατὰ τὸν παράδοξο τόκο σου σὲ γέννησα χωρὶς πόνους τοκετοῦ. Τώρα ὅμως, Θεέ μου, βλέποντάς Σε στὸν τάφο ἂπνουν, νεκρόν, σπαράσσομαι δεινῶς ἀπὸ τὸ δίκοπο τῆς λύπης μαχαίρι· ἀλλά, ὅπως ὑποσχέθηκες, ἀνάστα ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ δοξασθῶ καὶ μεγαλυνθῶ καὶ πάλι.

Γῆ με καλύπτει ἑκόντα104, ἀλλὰ φρίττουσιν ᾃδου οἱ πυλωροὶ105 ἠμφιεσμένον βλέποντες στολὴν ᾑμαγμένην106, Μῆτερ, τῆς ἐκδικήσεως·107 τοὺς ἐχθροὺς ἐν σταυρῷ108 γὰρ πατάξας108 ὡς Θεός, ἀναστήσομαι109 αὖθις καὶ μεγαλύνω σε.

Ἡ γῆ μὲ σκεπάζει, μητέρα μου, ἐπειδὴ τὸ θέλησα ἐγὼ· συγχρόνως ὅμως οἱ φύλακες τοῦ ᾋδου τρομοκρατοῦνται, ἐπειδὴ μὲ βλέπουν μὲ στολὴ τιμωροῦ, βαμένη μὲ τὸ αἷμα μου. (Τρέμουν οἱ φύλακες) διότι, ἀφοῦ, ὡς παντοδύναμος Θεός, συντρίψω μὲ τὸ σταυρικό μου θάνατο τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἀναστηθῶ κατόπιν καὶ θὰ σὲ μεγαλύνω.

Ἀγαλλιάσθω110 ἡ κτίσις, εὐφραινέσθωσαν πάντες οἱ γηγενεῖς· ὁ γὰρ ἐχθρὸς ἐσκύλευται111 ᾃδης· μετὰ μύρων γυναῖκες112 προσυπαντάτωσαν· τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὒᾳ λυτροῦμαι113 παγγενῆ113 καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἑξαναστήσομαι109.

Ἂς ἀγαλλιάσει καὶ ἂς χαρεῖ ὅλη ἡ Κτίση·  ἂς εὐφρανθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς· διότι ὁ ἐχθρός, ὁ θάνατος σκυλεύτηκε, νικήθηκε καὶ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴ δύναμή του·  ἂς ἔλθουν οἱ γυναῖκες (μυροφόρες) μὲ μύρα νὰ μὲ προϋπαντήσουν (στὸν τάφο). (Διότι) ἐγὼ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατό μου λυτρώνω τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὒα καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

__________________________________________________________
97) «Μὴ ἐποδύρου… ἀναστήσομαι…». Δικαιολογεῖται τὸ «μὴ ἐποδύρου» μὲ τὸ «ἀναστήσομαι», ἀλλὰ ἐπίσης, καὶ μάλιστα περισσότερο, μὲ τὸ: «ὑψώσω ἐν δόξῃ».
98) «ὑψώσω ἐν δόξῃ». Σωτηρία σημαίνει μία τέτοια ὕψωση.
99) Οἱ μακαρίζοντες καὶ μεγαλύνοντες τὴν Θεοτόκον γιὰ τὴν «ὑπουργία» της στὸ Θεῖο Σχέδιο, καταγράφονται στὸ Θεῖο Βιβλίο, διότι τὴν πίστη στὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ ὁμολογοῦν ἔτσι.
100) ξένος τόκος, παράδοξος, ἀκατανόητος γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ.
101) ἂπνους-νεκρός. συνώνυμα. Ἐπαναλαμβάνει τὴν ἔννοια γιὰ νὰ τονίσει τὸ γεγονός, ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἦταν πραγματικός, ὄχι φαινομενικός.
102) Ρομφαία τῆς λύπης. Προφήτευσε τὸ γεγονὸς ὁ Συμεὼν ὁ Θεοδόχος (Λουκ. 2, 35).
103) «μεγαλυνθήσωμαι». Ἡ δόξα, τὸ μεγαλεῖο, διὰ «τῆς Μητρὸς εἰς τὸν Υἱὸν ἀποδίδεται».
104) ἑκούσια ἡ ταφή. Τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ ἀλήθεια αὐτὴ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία, ὅπως καὶ τὸ ἑκούσιον πάθος καὶ ὁ ἑκούσιος θάνατος, γιὰ νὰ δηλωθεῖ  α) ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ β) ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἦταν πραγματικός.
105) Πυλωροὶ Ἅδου. Δανεισμένη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία εἰκόνα.
106+107+108) στολὴ ἡμαγμένη τῆς ἐκδικήσεως. Φρικτὴ ὄντως εἰκών. Ὁ ἐχθρὸς ὅμως, ὅπως στὸ ἑπόμενο τροπάριο σημειώνεται, «ἐσκύλευται» καὶ ἡ τιμωρία του φέρει τὴν ἀπελευθέρωση. Ἡ σκύλευση τοῦ ᾋδη, ἡ ἀπογύμνωσή του, ὁ ἀφοπλισμός του, ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀρχίζει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθοτατο τό: «… τοὺς ἐχθροὺς ἐν σταυρῷ πατάξας…», τὸ μυριόλεκτο στὴν Ὑμνολογία μας.
109) ἀναστήσομαι, ἑξαναστήσομαι. Ἡ καινοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐλπίδα καὶ ὑπόσχεση τῆς ἀναστάσεως ἐκφράζονται τριάντα τρεῖς (33) φορὲς στὸν παρόντα κανόνα (ὅσα καὶ τὰ τροπάριά του, καὶ ὁ ὁποῖος σημειωτέον χαρακτηρίζεται ὕμνος ἐξόδιος), μυριάδες δὲ φορὲς στὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία.
110) Πρὶν κλείσει ὁ ποιητὴς τὸν ἐπίλογο τοῦ ἔπους του καλεῖ ὅλη τὴν Κτίση καὶ ἰδιαίτερα τὸν ἄνθρωπο σὲ χαρὰ καὶ πανηγυρισμὸ γιὰ τὴν σκύλευση τοῦ ἐχθροῦ.
111) «ἐσκύλευται ᾃδης», ἀπογυμνώθηκε, ἀφοπλίσθηκε, μηδενίστηκε, τονίζει ὁ Κοσμᾶς. «τὰς σιαγόνας τέθλασται…», «… τὸν ἰχυρὸν δεσμεύσας (τὸν Πονηρὸ) τούτου τὰ σκεύη διήρπασε.» ὁλοκληρώνει ὁ μαθητὴς του Ἰω. Δαμασκηνός.
112) «… γυναῖκες προσυπαντάτωσαν». Ἡ συμμετοχὴ τῶν μυροφόρων στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, εἰκόνα πολὺ ἀνθρώπινη καὶ πολὺ συγκινητική, ζωντανὴ στὴν ἐποχὴ τοῦ Κοσμᾶ, εἶναι ζωντανὴ καὶ σήμερα.
113) γένος τοῦ Ἀδάμ, ἢ Ἀδάμ, ἢ Ἀδὰμ καὶ Εὒα. Ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐδῶ μὲ τὸ «λυτροῦμαι» ἐκδηλώνεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀπέραντο ἔλεός του, ἀκόμη καὶ πρὸς τούς ἁμαρτωλούς, ὅταν αὐτοὶ μετανοοῦν.
114) Ὁ παρὼν κανόνας, ἐξόδιος ὕμνος καὶ ἐπιτάφιος ᾠδή, περιέχει τὶς λέξεις τάφος, ἢ μνῆμα, ἢ ταφή 20 (εἴκοσι) φορές, καὶ ἄλλες τόσες ὑπονοεῖ τὴν ταφὴ μὲ σχετικὴ περίφραση, ἡ δὲ ἀνάστασις διαλαλεῖται, ὡς προεσημειώθη, 33 φορές. (ἴδε 109).