Κυριακή 8 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ Ἤ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ


«Ὦ καλῆς ἀπιστίας…»
Τὴν Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα ἢ τοῦ Θωμᾶ, ὅπως συνηθέστερα ἀποκαλεῖται, γιορτάζομε μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ἐκρύπτοντο στὴν Ἱερουσαλήμ, παρέμεναν ὅμως συγκεντρωμένοι καὶ συνδεδεμένοι, ὅπως τοὺς συμβούλεψε ὁ δάσκαλός τους, περιμένοντας τὶς ἐξελίξεις τῶν συγκλονιστικῶν γεγονότων.

Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητὲς του μετὰ τὴν Ἀνάσταση εἶναι πολλές, καὶ τοῦτο ἔγινε, ὅπως οἱ Εὐαγγελιστὲς τονίζουν, ὄχι μόνο γιὰ νὰ πεισθοῦν οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ τοὺς καθησυχάσει· νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τοὺς τὴν «ἀθυμίαν», «τὸν τάραχον τῆς ψυχῆς». Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε φορά ποὺ τοὺς ἐπισκέπτετο τὰ πρῶτα λόγια του ἦταν: «Εἰρήνη ὑμῖν…», «μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία…», «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν…» (Ἰω. 14, 27 + 20, 21).

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς του ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασή του εἶναι πιθανῶς ἡ τέταρτη (προηγήθηκαν μία στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀναστάσεως, μία στοὺς δέκα μαθητές, ἔλειπε ὁ Θωμᾶς, καὶ μία στοὺς δύο πρὸς Ἐμαοὺς πορευόμενους Λουκᾶ καὶ Κλεόπα τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας). Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἔγινε ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀρθεῖ ἡ παρεξηγημένη «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ γιὰ στηριγμὸ ὅλων τῶν μαθητῶν, ὅπως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφέρει (Ἰω. 20, 19-31), καὶ ὅπως οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας στὸ σύνολό τους τονίζουν.

Οἱ ὑμνογράφοι, ὄχι μόνο αἴρουν τὴν «ἀπιστία» αὐτὴ τοῦ Θωμᾶ, μετατρέποντάς την σὲ «Πίστη», σὲ «καλὴ ἀπιστία», ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἀποδεικνύουν τὴν σκοπιμότητα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, τὶς πολλὲς ὠφέλειες γιὰ ὅλους ποὺ ἐξεπήγασαν ἀπὸ αὐτό, καὶ ἐκφράζουν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀπιστία, ἡ καλὴ αὐτὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, δὲν ἐκφράστηκε τυχαίως, ἀλλὰ «οἰκονομικῶς». Ἦταν δηλ. θεῖο Σχέδιο, Θεία οἰκονομία. «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἐπέστης Χριστὲ πρὸς τοὺς μαθητάς. Τότε Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν…» (Δοξ. στιχηρῶν Ἑσπερ.). Κατὰ θεία οἰκονομία ἀπουσίαζε.

Κατὰ τοὺς εὐαγγελιστὲς δὲν φαίνεται, ὅτι ὁ Θωμᾶς προχώρησε στὴν ψηλάφιση, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ τὸ ζήτησε «… φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ἀντίθετα! ὁμολόγησε ἀμέσως τὴν πίστη του «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.» (Ἰωάνν. 20, 27-28). Ἡ παράδοση ὅμως καὶ οἱ ὑμνογράφοι, πλὴν ὀλίγων ἐξαιρέσεων, θεωροῦν τὴν ψηλάφηση βέβαιο γεγονὸς καὶ τὴν κάνουν κέντρο τῆς ἑορτῆς. Τί βλέπουν οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι μας στὴν «ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ» καὶ τὴν ψηλάφηση τῆς ἀχράντου πλευρᾶς;

«… φέρει Χριστὸς φιλανθρώπως καὶ τὴν ψηλάφησιν…». Πρῶτα-πρῶτα, λοιπόν, τὴν θεία φιλανθρωπία, τὴν ἄφατη συγκατάβασή του. Οἱ ὠφέλειες γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τούς πιστούς, ἀπὸ τὴν ψηλάφηση αὐτὴ εἶναι ἕνας θησαυρός. «Ἀρυσάμενος πλοῦτον ἀσυλήτου θησαυροῦ ἐκ τῆς διανοιγείσης σου πλευρᾶς ἀναπιμπλᾷ τῷ κόσμω ὁ Δίδυμος» (ὁ Θωμᾶς). Αὐτὸν τὸν ἀσύλητο θησαυρὸ ποὺ ἄντλησε ἀπὸ τὴν «νηγεῖσα» πλευρὰ τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν ψηλάφηση ὁ Θωμᾶς ἐμοίρασε σὲ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν Ἱεραποστολή του. «…Ὁ Θωμᾶς δι’ ἀπιστίας πιστωσάμενος πάντας ἐδίδαξε…». Ἀκόμη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ πιστοποιεῖ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου «…Ἡ τοῦ Θωμᾶ ἀπιστία τὴν κοσμοσώτειραν τοῦ Θεανθρώπου ἔγερσιν πιστοῦται.»

Ἀλλὰ οἱ ὠφέλειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀπιστία αὐτὴ δὲν τελειώνουν. Ἀναφωνεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Μοναχός, ἔξοχος ὑμνογράφος: «Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ᾗξε…» Δυνάμωσε τὴν πίστη ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν πιστῶν ἡ ἀπιστία αὐτή. «Σοῦ, Θωμᾶ, ἀπιστοῦντος, οἱ πάντες ἔμαθον τὰ πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασιν» καὶ τὸ σημαντικότερο ὅλων «Ἀπιστίαν Θωμᾶ πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν ἀνέδειξε Κύριος…» καὶ «ἀπιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε τῷ Θωμᾷ…». Πόσο, λοιπόν, γιὰ μᾶς ὠφέλιμη καὶ διδακτικὴ ἀποδείχθηκε ἐκείνη ἡ ἀπιστία!

Ὁ Κύριος ὡς παντογνώστης γνωρίζει τὴν ψυχὴ τοῦ Θωμᾶ καὶ τὸν θησαυρὸ ποὺ αὐτὴ ἐγκλείει μέσα της. Ἡ κλήση πρὸς ψηλάφηση, τὸ «δεῦρο ψηλάφησον» ἄνοιξε τὸν κεκρυμμένο θησαυρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ Θωμᾶ. Ποιὸς ἦταν ὁ Θωμᾶς; Ὁ μόνος τολμήσας νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ διαλύσει τὶς ἀμφιβολίες. «…τολμηρῶς ἐψηλάφησε τὴν πλευρὰν Θωμᾶς ἀρυσάμενος ἐκεῖθεν πλοῦτον ἀσύλητον…». Ἡ γλώσσα τοῦ Θωμᾶ μακαρίζεται ἀπὸ τὶς γενεὲς τῶν πιστῶν, γιατί πρώτη αὐτὴ «κηρύττει τὸν ζωοδότην Ἰησοῦν Θεὸν τε καὶ Κύριον». Ὁ καρδιογνώστης, βεβαίως, στηρίζει τὴν κλυδωνιζομένη ψυχὴ τοῦ μαθητοῦ, ὅταν τὴν βλέπει νὰ ἀγωνίζεται, νὰ ψάχνει τὴν βεβαίωση, τὴν ἀλήθεια: «…καὶ τὸν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες τῷ τῆς ἀπιστίας καταβαπτίζεσθαι κλύδωνι…», δὲν τὸν ἄφησε νὰ καταποντισθεῖ στὸ πέλαγος τῆς ἀμφιβολίας του. «Τὸν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον (βυθιζόμενον) βυθῷ τῆς ἀπιστίας… προτείνας τὴν ἔρευναν». Τὸν στήριξε, τὸν κράτησε ὁ Κύριος μὲ τὸ «δεῦρο ψηλάφησον».

Ὅταν ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς εἰσῆλθε «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» καὶ ἐνεφανίσθη στοὺς ἕνδεκα μαθητές, αὐτοὶ «πτοηθέντες καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν.» (Λουκ. 24, 27). Νόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀμφιβολία θέλει νὰ διαλύσει ὁ Θωμᾶς μὲ τὴν ψηλάφηση, ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ φάντασμα. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ κλήση πρὸς ψηλάφηση τοῦ καρδιογνώστη: «Ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς εἰμὶ ἐγώ· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα.» (Λουκ. 24, 39-40) καὶ προσωπικὰ στὸν Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε..» καθὼς πιὸ πάνω σημειώθηκε. «Κοιτάξτε καὶ ἐρευνεῖστε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου, καὶ θὰ διαπιστώσετε ὅτι εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος, αὐτὸς ποὺ γνωρίζετε. ψηλαφῆστε καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἔχω σάρκα καὶ ὀστᾶ, κάτι ποὺ τὰ φαντάσματα δὲν ἔχουν». Ὁ Θωμᾶς εἶναι ὁ μόνος «τολμήσας ψηλαφῆσαι». «Ὦ καλῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ».

Αὐτὴ ἡ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἀπετέλεσε ἀργότερα στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων Πατέρων ἐφόδιο καὶ ὅπλο ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν (τῶν Δοκητῶν), ποὺ ἀρνούμενοι τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἠρνοῦντο καὶ τὸ Πάθος καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὴ ἡ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, ποὺ μὲ τὴν ψηλάφηση γίνεται «πίστις βεβαία», αὐτὸ τό: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» αὐτῆς τῆς ψηλάφησης, ποὺ ἔγινε σῆμα του στὴν πορεία πρὸς τὰ ἔθνη δὲν δόθηκε προνόμιο μόνο στὸν Θωμᾶ· τὰ προφητικὰ λόγια του Κυρίου «…ὅτι εἶδας με πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. 20, 29) δὲν ἐπιδέχονται καμμιὰ παρερμηνεία. Αὐτοὶ «οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», οἱ μακαριζόμενοι προφητικῶς ἀπὸ τὰ θεανθρώπινα χείλη, οἱ στρατιὲς τῶν μαρτύρων, τὰ τάγματα τῶν ὁσίων, οἱ χοροὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀνώνυμοι ἀνὰ τοὺς αἰῶνας πιστοί, ποὺ ἀδιαλείπτως ἐντρυφοῦν στὸν Οἶκο τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλοι τους «ἄλλοι Θωμάδες».

«Νέοι Θωμάδες» ὑπάρχουν πάντα· ὑπάρχουν καὶ σήμερα· οὔτε ὁ ὀρθολογισμός, ποὺ ἄφθονος ρέει ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, οὔτε ἄλλα ἐμπόδια, μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τοὺς νέους Θωμάδες, ποὺ ἴσως καὶ αὐτοὶ εἶχαν κάποτε τὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς ἐνδοιασμούς τους· ἔρχονται στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ ψάλλουν ὅπως ἐκεῖνος: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου…» «Ὦ καλῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ.»

«Αὐτῆς, Κύριε, ἀξίωσον πάντας ἡμᾶς τυχεῖν καὶ βοῆσαι: ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου δόξα Σοι