Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ


Ὁ Παιὰν τῆς Ὀρθοδοξίας

«Ἀναστάσεως ἡμέρα,
λαμπρυνθῶμεν λαοί·
Πάσχα Κυρίου Πάσχα.
Ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν
καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν
Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν
ἐπινίκιον ᾄδοντας.»



      «Ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου σήμερα· ἐλᾶτε πιστοὶ νὰ καμαρώσουμε καὶ νὰ χαροῦμε· εἶναι ἡ νίκη τοῦ Κυρίου, ἡ ἀπελευθέρωση ἡ δική μας. Διότι ἀπὸ τὸν θάνατο πρὸς τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ ὁ Θεάνθρωπος νικητὴς ὁδήγησε ὅλους ἐμᾶς, ποὺ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ψάλλουμε αὐτὸν τὸν παιάνα.»

Ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας, καὶ κορυφαῖο της Ὀρθόδοξης Ἐκκλ. Ὑμνολογίας, εἶναι ὁ κανόνας τοῦ Πάσχα, ἔργο τοῦ μεγάλου Μουσουργοῦ καὶ κορυφαίου θεολόγου τοῦ 7ου καὶ 8ου αἰῶνος Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ὁ κανόνας αὐτὸς μὲ τὶς ὀκτὼ (8) ᾠδές του καὶ τὶς εἴκοσι ἑπτὰ (27) στροφὲς (τροπάρια), μὲ τὰ μέτρα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς λυρικῆς ποίησης, μὲ τὴν ἄπταιστη χρήση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, τὴν ποικιλία τῶν καλλολογικῶν στοιχείων, τὰ χαριτωμένα σχήματα λόγου καὶ τὴν ἄρτια μουσικότητά του, ἕνας «ἀδάμας» τῆς Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ συγγραφέας αὐτοῦ του ἔργου, δὲν ἦταν μόνο ἄριστος μουσικός, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἄριστος Ἕλλην λογοτέχνης, καίτοι Σύρος τὴν καταγωγήν.

Πέραν τούτου ἡ θεολογία τοῦ ἔργου, ὅπως παρακάτω ἐν συντομίᾳ θὰ ἀναπτυχθεῖ, ἀποδεικνύει τὸν συγγραφέα καὶ κορυφαῖο θεολόγο, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων ἔργων του διαφαίνεται.

Ὁ κανόνας αὐτός, ὁ νικητήριος παιάνας τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ Κανόνα τοῦ Μεγ. Σαββάτου, τὸν ὁποῖον καὶ ὁλοκληρώνει. Ἐκεῖ, στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, στὴν μεγάλη ἐκείνη παλαίστρα, συγκρούσθηκαν ὁ θάνατος μὲ τὴν ζωή, τὸ φῶς μὲ τὸ σκότος. Ἐκεῖ στὸν Κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου δόθηκαν τὰ ἐλπιδοφόρα μηνύματα τῆς νίκης. Ἐδῶ, στὸν ἀνεωγμένο τάφο τοῦ Χριστοῦ, στὸν κανόνα τοῦ Πάσχα, παρέχονται στοὺς πιστοὺς τὰ ἀποτελέσματα τῆς νίκης, οἱ εὐλογίες ποὺ ἐκπηγάζουν γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀνεωγμένο τάφο. Θὰ ἐπιχειρήσωμε παρακάτω νὰ ἐντοπίσωμε τὶς κυριώτερες θεολογικὲς ἀλήθειες αὐτοῦ του ποιήματος, ἀλλὰ καὶ ἄλλα στοιχεῖα του.

Α΄)  Ἡ Θεολογία τοῦ ἔργου.

α) Κεντρικὴ ἀλήθεια. «…Ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν…» (εἱρμὸς α΄ ᾠδῆς). Ὁ ποιητὴς τοποθετεῖ τὴν κεντρικὴ ἰδέα τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ ἔργου, ποὺ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἀμέσως στὴν ἀρχὴ τοῦ ποιήματος, στὴν πρώτη στροφή, καὶ εἰσάγει ἔτσι τοὺς πιστοὺς πολὺ γρήγορα στὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου.

Ἡ λέξη Πάσχα, ἑβραϊκή, σημαίνει ἀπελευθέρωση, διάβαση, πέρασμα, καὶ ἐννοεῖ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὸν Φαραώ, τὸ πέρασμα, τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τὸ «ἡμέτερον Πάσχα», τὸ Πάσχα τῶν πιστῶν, ὅπως ὁ Δαμασκηνὸς ἀναπτύσσει στὸν παρόντα κανόνα, καὶ ἰδιαίτερα στὴν δ΄ ᾠδή, εἶναι ἡ «Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμέρα», γιατί ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ «συνετρίβησαν οἱ μοχλοὶ τοῦ Ἅδου καὶ τὰ κλεῖθρα τοῦ θανάτου» καὶ ἐλευθερώθηκαν οἱ «πεπεδημένοι». Αὐτὴ ἡ κεντρικὴ ἰδέα, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συντριβὴ τοῦ Ἅδου, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἀναπτύσσεται ποικιλοτρόπως σὲ ὅλο τὸ ἔργο μὲ διαφορετικὴ κάθε φορά μορφή, καὶ μὲ σχήματα λόγου πλούσια καὶ εὐχάριστα, ὥστε νὰ γίνεται εὔληπτη, χωρὶς νὰ κουράζει.

β) Ἄλλες ἀλήθειες τοῦ ἔργου. 1) κάθαρση τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων, «καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις…» προκειμένου νὰ δοῦμε, νὰ οἰκειωθοῦμε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως (1ο τροπ., α΄ ᾠδῆς).

2) Ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως γιὰ ὅλη τὴν Κτίση (2ο τροπ. α΄ ᾠδῆς).

3) Τὸ «καινὸν πόμα». Αἱ ἐκ τοῦ ἀνεωγμένου τάφου τοῦ Χριστοῦ ἐκπηγάζουσαι εὐεργετικαὶ διὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος συνέπειαι (εἱρμὸς γ΄ ᾠδ.), τὸ «Καινὸν γέννημα τῆς ἀμπέλου», ὅπως ὀνομάζεται στὸ 1ο τροπ. τῆς η΄ ᾠδῆς, εἶναι ἡ θεία κοινωνία, καὶ γενικότερα ἡ παρεχόμενη στοὺς πιστοὺς διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων θεία χάρη.

4) Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνεπάγεται καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου (2ο τροπ. γ΄ ᾠδῆ), μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς συσταύρωσης καὶ ταφῆς μας μὲ Ἐκεῖνον, (τὴν σταύρωση καὶ νέκρωση τῶν ἁμαρτημάτων ἐννοεῖ).

5) «Τὸ ἡμέτερον Πάσχα, τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου (α΄ ᾠδὴ) εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμώμου ἀμνοῦ, τοῦ καθαροῦ, ποὺ «ὑπὲρ πάντων τέθυται». Αὐτὸ τὸ Πάσχα εἶναι «Πάσχα καθαρτήριον», εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας, ὅταν βέβαια οἱ πιστοὶ τὸ βιώνουν (1ο καὶ 2ο τροπ. δ΄ ᾠδῆς).

6) Τὸ φῶς τῆς ἀναστάσεως μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε καὶ νὰ τὸ κατανοήσωμε μόνον, ἂν «ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος…» μόνο μὲ ψυχικὴ ἐγρήγορση καὶ ἀνάταση καὶ πίστη βαθιὰ (εἱρμὸς ε΄ ᾠδῆς). Τὸ «ἀγαλλομένῳ ποδί…» μὲ χαρούμενο βῆμα, καὶ τὸ «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι…» τοῦ 1ου καὶ 2ου τροπαρίου τῆς ἴδιας ᾠδῆς ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.

7) Ἡ συντριβὴ τοῦ Ἅδου. Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος τοῦ Χριστοῦ εἶχε τὴν εὐεργετικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο συνέπεια τῆς συντριβῆς τῶν μοχλῶν του καὶ τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν πεπεδημένων (δεσμίων) εἱρ. στ΄ ᾠδ.), ἀλλὰ καὶ τήν διάνοιξη τῶν θυρῶν τοῦ Παραδείσου (1ο καὶ 2ο τροπ. στ΄ ᾠδ.).

8) Ἡ ἀφθαρτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (εἱρμ. ζ΄  ᾠδ.) «…καὶ διὰ πάθους τὸ θνητὸν ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν…», κάτι ποὺ τονίζεται καὶ στὴν ὑμνολογία τῶν Χριστουγέννων μὲ τὸ «θεώσας τὸ πρόσλημμα» (κάθ. Α΄ Ὥρας), καὶ ἐπιβεβαιώνεται σὲ ἑκατοντάδες ἄλλα ἀναστάσιμα τροπάρια καὶ ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας (ἴδε Ἀπόστ. Ἐσπ. Α΄ ἤχου).

9) Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, τὸ γκρέμισμα τοῦ Ἅδου, καὶ ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς, τῆς αἰώνιας: «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν…» (2ο τροπ. ζ΄ ᾠδῆς) (παρβλ. καὶ μὲ τὴν 7η ἀλήθεια).
10) Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «προάγγελος τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς ἐγέρσεως», τῆς ἀναστάσεως δηλ. τῶν νεκρῶν (3ο τροπ. ζ΄ ᾠδ.).

11) Ἡ «Νέα Ἱερουσαλήμ», ποὺ καλεῖται νὰ δεχθεῖ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ φωτισθεῖ μ’ αὐτό, καὶ ἡ Νέα Σιών, ποὺ καλεῖται νὰ χορεύει καὶ νὰ χαίρεται, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ (εἱρμ. θ΄ ᾠδ.).

12) Ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν μέσα στὴν Ἐκκλησία «μέχρι τερμάτων αἰῶνος» (1ο τροπ. θ΄ ᾠδῆς), ὅπως καὶ στὸ Ματθ. 28, 20 ὁ ἴδιος τόνισε «καὶ ἰδοὺ ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος».

Β΄) Ἡ λογοτεχνία τοῦ ἔργου. Τονίστηκαν ὁρισμένα στοιχεῖα της στὴ σύντομη εἰσαγωγή μας. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐπίσης ἡ δομὴ τοῦ ποιήματος καὶ ἡ νοηματικὴ δέση τόσο τῶν ᾠδῶν, ὅσο καὶ τῶν στροφῶν μεταξύ τους. Τίποτε δὲν μένει μόνο του· τίποτε δὲν περισσεύει, τίποτε δὲν λείπει· Ἡ μία ᾠδὴ εἶναι συνέχεια τῆς ἄλλης, καὶ τὸ ἕνα τροπάριο συμπληρώνει τὸ ἄλλο μέ τρόπο ἀπέρριτο. 

Ἡ λογοτεχνικὴ πληρότητα ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἄριστη χρήση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τὰ πλούσια καλολογικὰ στοιχεῖα της, ποὺ ἀνεβάζουν τὴν ἀξία τοῦ ἔργου καὶ ἀναδεικνύουν τὶς γνώσεις τοῦ ποιητοῦ.

Γ΄) Ἡ Μουσικὴ τοῦ ἔργου. Ἡ μουσικότητα τοῦ ποιήματος εἶναι ἐγγενὴς καὶ ξεκινάει ἀπὸ τὴν δομή του καὶ τὸν ρυθμὸ τῶν στίχων του. Τὰ χαρούμενα μηνύματα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς συντριβῆς τοῦ Ἅδου, καὶ τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρώπου γίνονται ἐντονώτερα μὲ τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν ποιητικότητα τῶν στίχων καὶ τὰ ποιητικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ἐκ τῆς φύσεως τῶν ἐννέχουν μουσικότητα. Ἡ ἐπένδυση αὐτῶν τῶν στίχων μὲ τὴν ἔνθεη μουσικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν στιχουργὸ καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ἐπιτυχία ἦταν πλήρης. Τὸ ποίημα στὸ εἶδος του εἶναι ἀσύγκριτο. Ὁ α΄ ἦχος ἐπελέγη γιὰ νὰ δώσει στὸ ποίημα χρῶμα παιάνα, ἐνθουσιασμὸ καὶ χαρὰ γιὰ τὴ νίκη, τὴ χαρὰ γιὰ τὴ νίκη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.

Δ΄) Ἡ ἀξία τοῦ ἔργου. Δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ μὲ τὰ δικά μας κριτήρια καὶ τὶς λιγοστὲς δυνατότητές μας. Οἱ ἐρευνητές, ξένοι καὶ δικοί μας (Ν. Τωμαδάκης, Π. Χρήστου, Καριοφ. Μητσάκης κ.ἂ.) τοποθετοῦν τὸν παιάνα αὐτὸν στὴν λίστα τῶν ἀριστουργημάτων τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία εἶναι διανθισμένη μὲ ἑκατοντάδες παρόμοια ἔργα Ἑλλήνων λογοτεχνῶν (Ἀκάθιστος Ὕμνος, Κανὼν Μ. Σαββάτου, τροπάριο Κασσιανῆς κ.ἂ.), τὰ ὁποῖα ὡς «θησαυρὸς κεκρυμμένος», παραμένουν ἄγνωστα στοὺς νόμιμους «κληρονόμους» μὲ εὐθύνη βεβαίως ὅλων μας, καὶ ἰδιαίτερα τῶν ὑπευθύνων ἀρχῶν τοῦ ἐπὶ δύο αἰῶνες ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ κράτους. Πότε θὰ ἀποδοθεῖ ὁ θησαυρὸς αὐτὸς στοὺς νόμιμους κληρονόμους του; Καὶ γιατί παραμένει κεκρυμμένος; Πότε θὰ ἀπαλλαγοῦμε οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἀπαξία, ποὺ ἐπέβαλαν οἱ Βαυαροὶ τοῦ Ὄθωνος (καὶ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι «ἐπιστήμονες φίλοι») στὸ Βυζάντιο καὶ τὸν πολιτισμό του; Γιατί μὲ τόση ἐπιμονὴ καταπολεμεῖται; Τὰ ἴδια ἐρωτήματα κάνει καὶ ἡ Βυζαντινολόγος Averil Cameron στὸ ἔργο της «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου», ὅπου καὶ ἡ ἀπάντηση. Δὲν προβλέπει τὸ πότε ἀκριβῶς. Προβλέπει ὅμως μὲ βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου θὰ ἐπιστρέψει, θὰ πάρει πάλι τὴ θέση της, καὶ ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ αὐτή, ποὺ δὲν θὰ ἀργήσει, θὰ εἶναι ἔργο τῶν Ἑλλήνων. Θὰ εἶναι νίκη τοῦ Ἑλληνισμοῦ.