Τρίτη 24 Μαΐου 2022

6. Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - ΣΤΑΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ - Η ΑΝΑΛΗΨΗ

 

Ἠ Ἀνάληψη

Πέραν τῶν ὅσων στὴν ἀπὸ 14-5-2018 ἀνάρτησή μας γιὰ τὴν Ἔνδοξο Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἀναφέρομε, παραθέτομε παρακάτω ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας, στὰ ὁποῖα καὶ καταγράφεται εὐκρινῶς τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: Ἀνέρχεται θεοποιημένη στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ, ἐκεῖ ποὺ θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἂν δὲν ἔπεφτε. Δύο, λοιπόν, εἶναι οἱ ἀλήθειες τῆς ἑορτῆς. Ά΄) Ἀναλαμβάνεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ, καὶ Β΄) Ἀναλαμβάνεται θεοποιημένη μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση.

 

Ἐντύπωση μεγάλη προκαλεῖ ἡ ἀκριβὴς διατύπωση τῶν ἐννοιῶν ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους, τὸ πλούσιο καὶ ποικίλο λεξιλόγιο καὶ ἡ λογοτεχνική τους ἀρτιότητα, πέραν τῆς ἀκέραιης θεολογικῆς τους κατάρτισης. Ἐπὶ πλέον τὰ ἱερὰ αὐτὰ κείμενα τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνολογίας ἐπενδυμένα καὶ μὲ τὴν ἔνθεη Βυζαντινὴ Μουσική, γόνο τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, ἀποτελοῦν μεγάλο ἐθνικό μας θησαυρὸ ἀνεξάντλητο, ταμεῖο ἀκένωτο καὶ ἀνέκλειπτο, Κληρονομιὰ Μεγάλη, ποὺ χρήζει καὶ ἀνάλογης ἀναγνώρισης καὶ διαφύλαξης. Ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωσή τους καὶ μόνον ἀρκεῖ γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ἡ πλήρης ὅμως κατανόηση καὶ κατάκτηση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ γίνεται μόνο μέσα στὸν ἱερὸ Ναό, μὲ τὴν ἐκτέλεση τῶν ὕμνων ἀπὸ ἱκανοὺς καὶ καταρτισμένους ἱεροψάλτες, συντελοῦντος καὶ τοῦ ἱεροῦ περιβάλλοντος.

 

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Δόξα καὶ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου

Α΄ Ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

1) «… Ἀδαμιαίαν μορφὴν τῇ Ἀναλήψει Σου, Χριστέ, εἰς οὐρανοὺς ἀναγαγὼν τῷ θρόνῳ τῷ Πατρικῷ Σου συγκάθεδρον ἀπειργάσω, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος…». 

 «… Μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου, Χριστέ, στοὺς οὐρανούς, ἀνέβασες καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ συγκάθεδρό Σου στὸν πατρικὸ θρόνο τὴν ἔκανες, ἐπειδὴ καὶ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος εἶσαι…»

 

2) «… ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ, ὁ τὰ σύμπαντα πληρῶν θεότητι…» 

 «… ἀναλήφθηκες ἔνδοξα στοὺς Οὐρανούς, Χριστέ, ἐσὺ ποὺ ὡς Θεὸς εἶσαι παντοῦ…»

 

3) «Ἀνελήφθης, Χριστέ, σὺν σαρκὶ ἐν δόξῃ… τὸν Παράκλητον ἡμῖν ἀποστεῖλαι…» 

 «Ἀναλήφθηκες ἔνδοξα μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Σου, Χριστέ, γιὰ νὰ ἀποστείλης σ’ ἐμᾶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα…»

 

4) «… Ἐπὶ τῶν ὤμων, Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς τῷ Πατρὶ προσήγαγες…» 

 «… Σηκώνοντας στοὺς ὤμους Σου, Χριστέ, τὴν παραπλανηθεῖσα φύση, (τὸν ἄνθρωπο), μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου, στὸν Πατέρα Σου τὴν ὁδήγησες…»


5) «Ἤρθη ἐμφανῶς ἄνωθεν τῶν οὐρανῶν ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ σαρκὶ πτωχεύσαντος καὶ συνεδρίᾳ Πατρὸς τετίμηται φύσις ἡμῶν ἡ ἔκπτωτος…» 

 «Ξεπέρασε ἐμφανῶς τοὺς οὐρανοὺς (μὲ τὴν Ἀνάληψη) ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεανθρώπου, καὶ δίπλα στὸν Πατέρα (ὅπου καὶ ἐκάθισε), δοξάστηκε ἡ δική μας (ἡ ἀνθρώπινη) ἐκπεσοῦσα φύση…) »


6) «Ἤρθη ὑπεράνω τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις ἡμῶν, ἡ πάλαι ἔκπτωτος, καὶ θρόνῳ ἐνίδρυται θείῳ ὑπὲρ ἔννοιαν…» 

 «Ὑψώθηκε καὶ ὑπεράνω ἀκόμη τῶν ἀγγέλων ἡ δική μας φύση, ἡ πρὶν ἐκπεσοῦσα, καὶ σὲ θεῖο θρόνο ἐκάθησε, πέρα ἀπὸ κάθε λογική…»

 

7) «… ἰδοὺ γὰρ παραγέγονε Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος, σῶμα φορέσας γήϊνον… αἱ ἀνωτέρω ἔλεγον δυνάμεις» 

 «… διότι νά, ἀνέβηκε ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος, ἀφοῦ ἐνδύθηκε φύση ἀνθρώπινη… ἔλεγαν οἱ οὐράνιες δυνάμεις…»

 

8) «Κύριε! τῆς οἰκονομίας πληρώσας τὸ μυστήριον… εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἀνελάμβανες…» 

«Κύριε! ἀφοῦ ὁλοκλήρωσες τὸ μυστήριο τοῦ θείου Σχεδίου… στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἀνελήφθης εἰς Οὐρανούς…»

 

9) «… Ξένη Σου ἡ ἄνοδος, Χριστέ…» 

«… Ἀκατανόητη, παράξενη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, εἶναι ἡ εἰς οὐρανοὺς ἀνάληψή Σου, Χριστέ…»

 

10) «Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἳνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῷ κόσμῳ…» 

 «Ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε εἰς τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ στείλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὸν κόσμο…»

 

11) «Πληρώσας εὐφροσύνης τὰ σύμπαντα, Κύριε, ταῖς ἄνω δυνάμεσι μετὰ σαρκὸς ἐπεδήμησας…» 

« ( Μέ τήν Ἀνάστασή Σου ) , ἀφοῦ ἐγέμισες τά σύμπαντα μέ ἀπερίγραπτη χαρά, ἀνελήφθης μαζί μέ 

τήν ἀνθρώπινη φύση Σου, στούς οὐρανούς. »

 

12) «Σὲ τὸν καταβάντα ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ τὸν ἄνθρωπον σώσαντα καὶ τῇ ἀναβάσει Σου ἀνυψώσαντα, οἰκτίρμον, μεγαλύνομεν» 

 «Ἐσένα, οἰκτίρμον Χριστέ, ποὺ κατέβηκες ἕως καὶ τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς καὶ (μὲ τὴν κάθοδό σου αὐτὴ) τὸν ἄνθρωπο ἔσωσες, καὶ μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου τὸν ἀνύψωσες, Ἐσένα μεγαλύνομε»

 

13) «… σήμερον ἀπ’ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ, καὶ τὴν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας, τῷ Πατρὶ συνεκάθισας…» 

 «… σήμερα ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν ἀναλήφθηκες στοὺς οὐρανοὺς ἔνδοξα, Χριστέ, καὶ τὴ δική μας πεσμένη ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν εὐσπλαχνία Σου ἀφοῦ συνανύψωσες, τὴν ἐκάθησες στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός…»


 

14) «Τὴν νεκρωθεῖσαν ἡμῶν τῇ ἁμαρτίᾳ ἀναστήσας φύσιν τῷ ἰδίῳ Πατρί, Σῶτερ, προσήγαγες καὶ τῷ θρόνῳ συνεκάθισας…» 

«Τὴν δική μας ἀνθρώπινη φύση, τὴν νεκρωθεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀνέστησες, Σωτῆρα μας Χριστέ, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα Σου τὴν ὁδήγησες καὶ στὸν οὐράνιο θρόνο τὴν ἐκάθισες…»

 

15) «Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεός…»

 «Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσες τὸ θεῖο Σχέδιο, ποὺ γιὰ χάρη μας ὁ Θεὸς προαιωνίως συνέλαβε, καὶ ἀφοῦ τὰ γήϊνα ἕνωσες μὲ τὰ οὐράνια, ἀναλήφθηκες ἔνδοξα, Χριστὲ καὶ Θεέ μας…»

 

Β΄  Ἡ Δόξα καὶ ἡ Θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.


1) «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος τοῦ ὑψῶσαι τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀποστεῖλαι Πνεῦμα Παράκλητον, τοῦ ἁγιάσαι τὰς ψυχάς ἡμῶν» 

 «Ἀνελήφθη ὁ Θεὸς μὲ ἀλαλαγμό, (μὲ ζωηρὲς κραυγές), ὁ Κύριος μὲ σαλπίσματα, γιὰ νὰ ἀνυψώσει τὸν πεσόντα ἄνθρωπο (ἀνθρωπότητα) καὶ νὰ ἀποστείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ ἁγιάσει τὶς ψυχές μας»

 

2) «Ἀνῆλθες, ζωοδότα Χριστέ, πρὸς τὸν Πατέρα καὶ ἀνύψωσας ἡμῶν τὸ γένος, φιλάνθρωπε, τῇ ἀφάτῳ εὐσπλαχνίᾳ Σου» 

«Ἀνελήφθης, ζωοδότα Χριστὲ στὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ ἀνύψωσες, φιλάνθρωπε, τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐπειδὴ πολὺ μεγάλη, ἀπερίγραπτη, εἶναι ἡ εὐσπλαχνία Σου»

 

3) «… ἀνῆλθες πρὸς τὸν Πατέρα Κύριε, καταλείψας εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς…» 

«… ἀναλήφθηκες, Κύριε, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἀφήνοντας στὴ θέση Σου, ἐπάνω στὴ γῆ, τὴν εἰρήνη»

 

4) «Ἀνῆλθες πρὸς τὸν σὸν Γεννήτορα, οἰκτίρμον, ὅθεν οὐδόλως ἐχωρίσθης, καὶ ὕψωσας τὴν κάτω κειμένην φύσιν, Δέσποτα» 

«Ἀναλήφθηκες, οἰκτίρμον Χριστέ, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα Σου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν χωρίστηκες οὔτε στιγμή, καὶ μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου αὐτὴ ἀνύψωσες, Δέσποτά μου, τὸν ἐκπεσόντα ἄνθρωπο»

 

5) «… ἄσωμεν πάντες λαοί, τῷ ἐπὶ ὤμων Χερουβὶμ ἀναληφθέντι μετὰ δόξης Χριστῷ, τῷ ἀθανατίσαντι καὶ συγκαθίσαντι ἡμᾶς ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός…» 

«… ἂς ψάλωμε ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς (ὕμνους εὐχαριστηρίους) πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ ἀναλήφθηκε ἔνδοξα στοὺς οὐρανοὺς ἐπιβαίνων ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν Χερουβίμ, στὸν Χριστό, ποὺ (μὲ τὴν Ἀνάστασή του) μᾶς ἀθανάτισε καὶ (μὲ τὴν Ἀνάληψή του) μᾶς κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς (καὶ μᾶς δόξασε).

 

6) «Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει Σου καὶ τῇ ἐγέρσει Σου, ἀνελήλυθας πρὸς οὐράνια…» 

«Τὸν γηρασμένο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα κόσμο, Κύριε, ἀφοῦ μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τὸν ἀνεκαίνισες, ἀνέβηκες πάλι ἀπὸ τὴν γῆ πρὸς τὰ οὐράνια…»


7) «Ζητήσας, Χριστέ, τὸν πλανηθέντα ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως Ἀδάμ, ὡς τοῦτον ἐνδυσάμενος ἀνῆλθες καὶ ἐκάθισας ἐκ δεξιῶν ὡς σύνθρονος τοῦ Πατρός…»

«Ἀφοῦ, Χριστέ, ἀνεζήτησες (καὶ βρῆκες) τὸν πλανηθέντα μὲ ἀπάτη τοῦ Πονηροῦ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ μ’ αὐτὸν (τὸν ἄνθρωπο) ἑνώθηκες ἀχώριστα, ἀνελήφθης μαζί του (ὡς θεάνθρωπος) καὶ τὸν ἐκάθισες στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἐπειδὴ εἶσαι σύνθρονός Του…»

 

8) «… Κύριε! σήμερον ἀπ’ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν ἀνελήφθης ἐν δόξῃ καὶ τὴν πεσοῦσαν φύσιν ἡμῶν συμπαθῶς ἀνυψώσας τῷ Πατρὶ συνεκάθισας…» 

«Κύριε! σήμερα ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἀναλήφθηκες ἔνδοξα, καὶ (μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου) τὴν δική μας ἐκπεσοῦσα φύση, ἀφοῦ ἀπὸ συμπάθεια (καὶ εὐσπλαχνία) ἀνύψωσες, τὴν ἐκάθισες μαζὶ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα…»

 

9) «Ὁ προαιώνιος Θεὸς καὶ ἄναρχος, ἣνπερ ἀνείληφε φύσιν ἀνθρώπειον, θεοποιήσας μυστικῶς, σήμερον ἀνελήφθη...» 

«Ὁ προαιώνιος καὶ ἄναρχος Θεός, τὴν ἀνθρώπινη βέβαια φύση, μὲ τὴν ὁποία ἑνώθηκε, ἀφοῦ μὲ μυστηριώδη τρόπο θεοποίησε, σήμερα (μαζί του) στοὺς οὐρανοὺς ἀνέβασε».

 

10) «Πληρώσας, ἀγαθέ, Πατρὸς τὴν εὐδοκίαν ἑνώσας τε τὰ ἄνω τοῖς κάτω, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ πρὸς τὸ πρότερον» 

«Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες, ἀγαθὲ Ἰησοῦ, τοῦ Θεοῦ Πατρός, τὴν ἀγαθὴ θέληση, καὶ ἀφοῦ ἕνωσες (συμφιλίωσες) τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια, ἀναλήφθηκες μὲ δόξα στὴν πρότερη οὐράνια θέση σου»


11) «Σαρκὸς φανείς ὁμοιώματι Λόγε,… καὶ τὰ πρώην διεστῶτα συναγαγών, ἀνελήφθης, οἰκτίρμον, πρὸς οὐράνια…»

«Ἀφοῦ σαρκώθηκες καὶ ἔγινες ἄνθρωπος Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀφοῦ ἕνωσες ἐκεῖνα ποὺ πρὶν ἦταν ἀποχωρισμένα (τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ) ἀναλήφθηκες, οἰκτίρμον καὶ εὔσπλαχνε, στὰ οὐράνια…»

 

12) «Τὴν καταβᾶσαν φύσιν τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ὁ Θεός, καινοποιήσας σεαυτῶ, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας ἀνήγαγες σήμερον…» 

«Τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἐξέπεσε στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, Ἐσὺ Θεὲ καὶ Κύριέ μας, ἀφοῦ μὲ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασή Σου ἀνακαίνισες στὸν ἑαυτό Σου, σήμερα τὴν ἀνέβασες πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία…»

 

13) «Τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, Χριστέ, φθορᾷ πεσοῦσαν ἐξανέστησας, καὶ τῇ ἀνόδῳ Σου ὕψωσας καὶ σεαυτῷ ἡμᾶς ἐδόξασας» 

«Τὴν ἀνθρώπινη φύση, Χριστέ, τὴν περιπεσοῦσα σὲ φθορά, μὲ τὴν ἀνάστασή Σου τὴν ἀνόρθωσες πάλι, καὶ μὲ τὴν Ἀνάληψή Σου τὴν ἐξύψωσες, καὶ ἔτσι στὸ ἑαυτό Σου ἐμᾶς ἐδόξασες»

 

14) «Τὸν ἐκ δουλείας τὴν κτίσιν τῶν εἰδώλων λυτρωσάμενον καὶ παραστήσαντα ταύτην ἐλευθέραν τῷ ἰδίῳ Πατρί, Σέ, Σωτήρ, ὑμνοῦμεν…»

«Ἐσένα, Σωτήρα μας, ὑμνοῦμε, Ἐσένα, ποὺ ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν εἰδώλων λύτρωσες τὴν κτίση καὶ ἐλεύθερη πλέον στὸν Πατέρα Σου ὁδήγησες…»