Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

4. Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΤΑ ΑΓΙΑ ΠΑΘΗ - Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ - Η ΤΑΦΗ

 

Τὰ Ἅγια Πάθη – Σταύρωση – Ταφή

Α΄ Ποῖος ὁ Σταυρωθείς; 

Τὸ Τρίτο Στάδιο ἐφαρμογῆς τῆς Μεγάλης Βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τὸ συγκλονιστικότερο καὶ θεολογικότερο ἀπὸ ὅλα, τὸ βρίσκομε ἰδιαίτερα στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος συμπυκνωμένο, ἀλλὰ καὶ στὶς ἀναστάσιμες ἀκολουθίες ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκτενέστερο. (ἰδιαίτερα στὸν Ἑσπερινὸ καὶ Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς).


Στὰ παρατιθέμενα ἀποσπάσματα δίνεται μὲ ἔντεχνο τρόπο, ἐπενδυμένο καὶ μὲ τὴν θεία καὶ ἱερὴ μουσικὴ, ἡ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔντονα, ἰδιαίτερα τὶς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγ. Ἑβδομάδος, γεννῶνται στὴ σκέψη τῶν πιστῶν: Ποῖος ὁ Σταυρωθείς ὑπὲρ ἡμῶν; Γιατί Πάσχει; Ποῖες οἱ ἐκ τοῦ Σταυροῦ εὐλογίες γιά τόν ἂνθρωπο; Ποῖες οἱ ἐκ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ; Ἀκούει ὁ πιστὸς τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ βράδυ (Ὄρθρος Μεγ. Σαββάτου) τοὺς ἱεροψάλτες νὰ ψάλλουν: «Ὄλβιος τάφος…» εὐτυχής, πλούσιος τάφος… εἶναι δυνατόν; πλούσιος, γεμάτος εὐτυχία καὶ εὐλογίες ὁ τάφος; ἐκεῖ βρίσκει κανεὶς μόνο «ὀστέα γεγυμνωμένα» καὶ θλίψη… Ὅμως στὸ ἴδιο τροπάριο δίνεται ἀμέσως καὶ ἡ ἀπάντηση στὸν διερωτόμενο πιστό: Ναί, Ὄλβιος! Εὐτυχὴς καὶ πλούσιος ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ· «ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος ὡς ὑπνοῦντα τὸν Δημιουργόν, ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…» Ναὶ ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλούσιος· θησαυρός, θησαυροφυλάκιο τῆς ζωῆς ἀναδείχθηκε ὁ τάφος αὐτός, γιατί μέσα του δέχθηκε «ὡς ὑπνοῦντα» νεκρό, ὄχι ἕνα ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό, τὸν Θεό.

Τοῦ τάφου ὅμως προηγήθηκαν τά πάθη καί ὁ Σταυρικός θάνατος, ὁ πλέον ἀτιμωτικός θάνατος, πού ἐπέβαλαν οἱ Ρωμαίοι. Μέ τήν προσήλωση ὃμως τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό καί μέ τό τίμιο αἷμα του τό μέχρι τότε σύμβολο τῆς ντροπῆς, γίνεται σύμβολο ἱερό,  ἃγιο, τίμιο· γίνεται ξύλο ἀφθαρσίας, ξύλο ζωηφόρο, φθορᾶς ἲαμα, χαρᾶς πρόξενος, ὃπως παρακάτω ἀναφέρεται σέ πίνακα μέ τά προσωνύμια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Μέ τήν ἐλπίδα ὃτι ἡ συγκέντρωση αὐτῶν τῶν προσωνυμίων θά βοηθήσει τόν πιστό στή βίωση τῶν άληθειῶν τῆς Ὀρθόδοξης ὑμνολογίας συντάξαμε τόν πίνακα αὐτό, τόν ὁποίο καί στούς μαθητάς μας, στή Σχολή Βυζαντινῆς Μουσικῆς της Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καί Νιγρίτης, διδάξαμε. Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ἂλλα προσωνύμια τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού διἐφυγαν τῆς προσοχῆς μας. Εὐχόμαστε ἂλλοι, ἱκανότεροι, νά ὁλοκληρώσουν τόν πίνακα αὐτόν.

Ἡ μετάφραση τῶν παρατιθεμένων ἀποσπασμάτων στὴν ὁμιλουμένη, σύντομη καὶ ἁπλή, γίνεται γιὰ τὴν εὐκολότερη κατανόησή τους ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη. Ἡ πλήρης ὅμως κατανόηση καὶ βίωση τῶν περιγραφομένων γεγονότων καὶ ἀληθειῶν γίνεται κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν μέσα στὸ Ναό, βοηθούντων καὶ τῶν ἱεροψαλτῶν μὲ τὴν ὀρθὴ ἐκτέλεση τῶν ὕμνων.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Α΄  Ὅπλον

 

1) Ἅδου καθαιρέτης

2) Βασιλέων κραταίωμα

3) δεινῶν φυγαδευτήριον

4) Ἐκκλησίας περιτείχισμα

5) Ἐχθρῶν φυγαδευτήριον

6) ζωῆς ἔνδυμα

7) κραταίωμα Βασιλέων

8) νίκης τρόπαιον

9) νῖκος ἐν πολέμοις

10) νῖκος οὐρανόγραφον

11) ὅπλον ἀήττητον

12) ὅπλον ἀκαταγώνιστον

13) ὅπλον ἀκαταμάχητον

14) ὅπλον ἄμαχον (ἀμάχητον)

15) ὅπλον ἄρρηκτον

16) ὅπλον εἰρήνης

17) ὅπλον θεῖον

18) ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου

19) ὅπλον σωτηρίας

20) ράβδος δυνάμεως

21) Σκέπη καταιὰ

22) Τρόπαιον ἀήττητον

23) Φυλακτὴρ ἄρρηκτος

 

Β΄   Βοήθεια – ἀσφάλεια

 

1) ἄσειστον (ἀδιάσειστον) ἔρεισμα

2) ἀσθενούντων ἰατρὸς

3) βεβαία βοήθεια

4) βοήθεια πάντων

5) δαιμόνων ἀντίπαλος καὶ ἀνθρώπων σύμμαχος

6) δικαίων Πρόμαχος

7) Ἐκκλησίας ἑδραίωμα

8) ἐχθροῦ Καθαιρέτης

9) κόσμου ἀσφάλεια

10) Λιμὴν σωτηρίας

11) Οἰκουμένης ἀσφάλεια

12) Οἰκουμένης βοήθεια

13) Οἰκουμένης ὁ φύλαξ

14) πεπλανημένων ὁδηγὸς

15) Πηγὴ φωτισμοῦ

16) Πιστῶν στήριγμα (στηριγμὸς)

17) Πιστῶν σωτηρία

18) Πιστῶν φυλακτὴρ

19) σκέπη κραταιὰ

20) Σταυρὸς σωτήριος

21) τυφλῶν ὁδηγὸς

22) φυλακτήριον τοῦ κόσμου

23) φύλαξ τῆς οἰκουμένης

24) Χριστιανῶν ἡ ἐλπὶς

 

 

Γ΄ Δύναμις + ἲαμα

 

1) Δαιμόνων διώκτης

2) δαιμόνων ὀλετὴρ

3) δαιμόνων τραῦμα

4) ζωῆς ἐργαστήριον

5) ζωῆς πρόξενος

6) ζωηφόρον φυτὸν

7) ζωηφόρος Σταυρὸς

8) ζωοποιὸς Σταυρὸς

9) κραταίωμα ἄρρηκτον

10) Κράτος ἀπροσμάχητον

11) μέγας τοῦ Κυρίου Σταυρὸς

12) ξύλον ἀφθαρσίας

13) ξύλον ζωοδώρητον

14) ξύλον σωτηρίας

15) Παραδείσου ἀνοικτήριον

16) Πηγὴ φωτισμοῦ

17) σημεῖον χαρᾶς

18) σθένος δικαίων

19) ὑπέροπλος δύναμις

20) φθορᾶς ἀναιρέτης

21) φθορᾶς ἴαμα

22) φθορᾶς ἰατρεῖον

23) φθορᾶς καθαιρέτης

24) χαρᾶς πρόξενος

25) ψυχῶν ἡ ψύχωσις

 

Δ΄ Ἄλλαι  ὀνομασίαι

1) ἅγιος σταυρὸς

2) δόξα ἀγγέλων

3) ζωὴ τῆς κτίσεως

4) θεῖον δώρημα

5) θύρα τοῦ Παραδείσου

6) ἱερέων εὐπρέπεια

7) κοσμοπόθητος σταυρὸς

8) νηστευόντων τρυφὴ

9) ξύλον ἄχραντον

10) ξύλον εὐλογημένον

11) ξύλον ζωομύριστον

12) ξύλον θεῖον

13) ξύλον Πανάγιον

14) ξύλον Πανσεβάσμιον

15) ξύλον σεπτὸν

16) ξύλον τρισμακάριστον

17) ξύλον τρισόλβιον

18) Σταυρὸς παμμακάριστος

19) Σταυρὸς πανσεβάσμιος

20) Σταυρὸς πάνσεπτος

21) Σταυρὸς τίμιος

22) Σταυρὸς τριμερὴς

23) σύνθημα ἅγιον

24) σφραγὶς εὐλογίας

25) χαρὰ τοῦ κόσμου

26) χαρᾶς σημεῖον

27) Ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας


Α΄ Ποῖος ὁ Σταυρωθείς; 

1) «… ἀνεδήσω γάρ, Κύριε, στέφανον ὕβρεως ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἀνθέσι· καὶ τὴν χλαῖναν χλευαζόμενος ἐφόρεσας ὁ νεφέλαις περιβάλλων τὸ στερέωμα…» 

 «… διότι, Κύριε, στεφάνι ὕβρεως ἐφόρεσες, Σὺ ὁ ὁποῖος τὴν γῆ ἐστόλισες μὲ ἄνθη· καὶ τὴν χλαίνα χλευαζόμενος φόρεσες, Σὺ ὁ ὁποῖος μὲ σύννεφα περιβάλλεις τὸ στερέωμα…»

 

2) «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ, καὶ σαλευθήτωσαν τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἰδοὺ γὰρ ἐν νεκροῖς λογίζεται ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καὶ τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται…» 

 «Ἐσεῖς, οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐκπλαγεῖτε καὶ φοβηθῆτε, καὶ τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἂς σαλευθοῦν· διότι νά! μεταξὺ τῶν νεκρῶν καταλογίζεται καὶ σὲ τάφο μικρὸ φιλοξενεῖται Αὐτὸς ποὺ στοὺς οὐρανοὺς κατοικεῖ (ὁ Θεός)».

 

3) «Ἐξ ἀλοχεύτου προελθών καὶ λογχευθείς τὴν πλευρὰν πλαστουργέ μου, ἐξ αὐτῆς εἰργάσω τὴν τῆς Εὕας ἀνάπλασιν, Ἀδὰμ γενόμενος… καὶ ζωὴν ἐγείρας ἐξ ὕπνου καὶ φθορᾶς ὡς παντοδύναμος». 

 «Ἀπὸ ἀλόχευτη μητέρα γεννηθείς, καὶ στὴν πλευρά Σου λογχευθείς, πλαστουργέ μου, ἀνέπλασες ἀπὸ αὐτὴν (τὴν λογχευθεῖσα πλευρά Σου) τὴν προμήτορα Εὕα γενόμενος ἔτσι νέος Ἀδὰμ καὶ ἀνασταίνοντας τὴν ζωὴ ἀπὸ αἰώνιο ὕπνο καὶ φθορά, ἐπειδὴ καὶ Παντοδύναμος εἶσαι».

 

4) «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθείς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν…» 

 «Μᾶς ἐξαγόρασες, Σωτήρα μας, ἀπὸ τὴν κατάρα (τὸ ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων) του Μωσαϊκοῦ Νόμου μὲ τὸ τίμιο αἷμα Σου· καὶ μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὰ Πάθη Σου χάρισες στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή…»

 

5) «Ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος, ἳνα τοὺς ἐν Ἅδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ…» 

 «Σταυρώνεται ὁ φιλάνθρωπος Θεός, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς δέσμιους τοῦ κάτω κόσμου…»

 

6) «Θεοτόκε ἁγνὴ χαίροις, ὅτι Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν ἔτεκες τὸν ἐκ τῆς κατάρας τοὺς ἀνθρώπους διὰ Σταυροῦ ἐλευθερώσαντα…» 

 «Νὰ χαίρεσαι πάντα, ἁγνὴ Θεοτόκε, γιατί γέννησες τὸν Θεό μας, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο ἐλευθέρωσε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάρα (τῶν πρωτοπλάστων)».

 

7) «… Καὶ Ἰησοῦς δικάζεται καὶ κατακρίνεται σταυρῷ· καὶ πάσχει ἡ κτίσις ἐν σταυρῷ καθορῶσα τὸν Κύριον. Ἀλλ’ ὁ φύσει σώματος δι’ ἐμὲ πάσχων, ἀγαθὲ Κύριε δόξα Σοι». 

 «… Καὶ ὁ Ἰησοῦς δικάζεται, καὶ καταδικάζεται σὲ σταυρικὸ θάνατο· καὶ συμπάσχει ἡ κτίση ὅλη βλέποντας τὸν Κύριο πάνω στὸ σταυρό. Ἀλλὰ δόξα σὲ ’Σένα, ἀγαθὲ Κύριε, ποὺ γιὰ μένα πάσχεις σωματικὰ (πάνω στὸ Σταυρό)».

 

8) «… καὶ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας ὁ ἥλιος κρύπτει Δεσπότην ὁρῶν σταυρούμενον ». 

 «… καὶ αὐτὸς ἀκόμα ὁ ἥλιος κρύπτει τὶς ἀκτῖνες του βλέποντας τὸν κυρίαρχο τοῦ κόσμου νὰ σταυρώνεται…»

 

9) «Κύριε Θεέ μου ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάφιον ὠδὴν Σοι ἄσομαι, τῷ τῇ ταφῇ Σου ζωῆς μοι τὰ εἰσόδοις διανοίξαντι, καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ Ἅδην θανατώσαντι». 

 «Κύριε καὶ Θεέ μου ἐξόδιο, ἐπικήδειο ὕμνο καὶ τραγούδι ἐπιτάφιο θὰ τραγουδήσω γιὰ Σένα, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ταφή Σου ἄνοιξες γιὰ μένα τὶς πόρτες τῆς ζωῆς, καὶ μὲ τὸν θάνατό Σου ἐθανάτωσες τὸν θάνατο καὶ τὸν Ἅδη».

 

10) «Κύριος ὢν πάντων καὶ κτίστης Θεός, τὸ κτιστὸν ὁ ἀπαθὴς πτωχεύσας σεαυτῷ ἣνωσας· καὶ τὸ Πάσχα, οἶς ἔμελλες θανεῖν, αὐτὸς ὢν σεαυτὸν προετίθης…» 

 «Ἐσύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι κυρίαρχος τῶν πάντων καὶ δημιουργὸς Θεός, ἐσὺ ὁ ἀπαθής, μὲ τὸ νὰ γεννηθεῖς ἄνθρωπος ἕνωσες τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἑαυτό Σου· καὶ τὸ Πάσχα, ἡ ἀπελευθέρωση, ποὺ ἐσὺ εἶσαι (Πάσχα), προσέφερες πρὸς θυσία τὸν ἑαυτό Σου…»

 

11) «Νόμον ἁγνοοῦτες οἱ ἀσεβεῖς, φωνάς προφητῶν τέ… ὡς πρόβατον εἷλκον Σε τὸν πάντων Δεσπότην ἀδίκως σφαγιάσαι…» 

«Παραμερίζοντας τὸν Νόμο οἱ ἀσεβεῖς καὶ παρερμηνεύοντάς τον, ὅπως καὶ τὶς φωνὲς τῶν Προφητῶν, Ἐσένα, τὸν κυρίαρχο τοῦ κόσμου ὅλου, σὰν πρόβατο ἔσυραν, γιὰ νὰ Σὲ σφαγιάσουν ἀδικαιολόγητα…»

 

12) «Νόμῳ θανόντων τὴν ἐν τῷ τάφῳ κατάθεσιν ἡ τῶν πάντων δέχεται ζωή· καὶ τοῦτον πηγὴν δείκνυσιν ἐγέρσεως εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…» 

 «Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τὸν σχετικὸ μὲ τοὺς νεκρούς, ἡ ζωὴ τῶν πάντων, ὁ Θεός, δέχθηκε νὰ ἐνταφιασθεῖ· καὶ τὸν τάφο Του αὐτὸν μετέτρεψε σὲ πηγὴ ἀναστάσεως γιὰ τὴ δική μας σωτηρία…»

 

13) «Ὁ Δεσπότης πάντων καθορᾶται νεκρὸς καὶ ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται ὁ κενώσας τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν». 

 «Ὁ κυρίαρχος τοῦ κόσμου ὅλου κείτεται τώρα νεκρὸς καὶ σὲ καινούργιο, ἀχρησιμοποίητο, μνῆμα θάπτεται, Ἐκεῖνος ποὺ τὰ μνημεῖα ὅλων τῶν νεκρῶν ἐκκένωσε (ἂδειασε)».

 

14) «Ὁ δι’ ἡμᾶς γεννηθείς ἐκ Παρθένου καὶ σταύρωσιν ὑπομείνας ἀγαθέ, ὁ θανάτῳ τὸν θάνατον σκυλεύσας, καὶ ἔγερσιν δείξας ὡς Θεός, μὴ παρίδης οὓς ἒπλασας τῇ χειρί Σου… ἐλεῆμον…» 

 «Ὢ ἐλεῆμον καὶ ἀγαθὲ Θεέ μας! Ἐσὺ ποὺ γιὰ χάρη μας ἀπὸ Παρθένο γεννήθηκες, Ἐσύ, ποὺ μὲ τὸν θάνατό Σου τὸν αἰώνιο θάνατο ἐκμηδένισες καὶ τὴν ἀνάσταση καὶ αἰώνια ζωὴ χάρισες, μὴ παραβλέψεις ἐμᾶς, ποὺ μὲ τὰ ἴδια Σου τὰ χέρια ἔπλασες…»

 

15) «Ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων θεοκτόνων συναγωγὴ· ἐπέστη, Χριστὲ Σοι, καὶ ὡς ἄδικον εἷλκε τὸν κτίστην τῶν ἁπάντων…» 

 «Καταστροφικὴ σπεῖρα ἀνθρώπων θεομίσητων, συναγωγὴ θεοκτόνων πονηρῶν ἐπάνω σου ἔπεσε, Χριστέ, καὶ σὰν παράνομο, Ἐσένα, τὸν Δημιουργό του κόσμου, ἔσυρε (σὲ δίκη)»

 

16) «Ὁ σταυρός Σου, Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ Σου…» 

«Κύριε· Ὁ σταυρικός Σου θάνατος εἶναι, γιὰ μᾶς τοὺς πιστούς Σου, ζωὴ καὶ ἀνάσταση (αἰώνια ζωή)».

 

17) «Ὁ συνέχων τὰ πέρατα τάφῳ συσχεθῆναι κατεδέξω, Χριστέ, ἳνα τῆς τοῦ Ἅδου καταπόσεως λυτρώσῃς τὸ ἀνθρώπινον καὶ ἀθανατίσας ζωώσῃς ἡμᾶς ὡς Θεὸς ἀθάνατος». 

 «Ἐσύ, Χριστέ μας, ποὺ στὰ χέρια Σου τὰ σύμπαντα κρατεῖς, σὲ τάφο μικρὸ καταδέχθηκες νὰ περικλεισθεῖς, προκειμένου νὰ λυτρώσεις ἐμᾶς, τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπὸ τὰς σιαγόνας τοῦ Ἅδου, καὶ ἀφοῦ μᾶς ἀπαθανατίσεις, νὰ μᾶς χαρίσεις τὴν αἰώνια ζωὴ ὡς Θεὸς ἀθάνατος».

 

18) «Ὄτε παρέστης τῷ Καϊάφα ὁ Θεὸς καὶ παρεδόθης τῷ Πιλάτῳ ὁ κριτής… καὶ ὑψώθης ἐπὶ ξύλου… καὶ ἐλογίσθης μετὰ ἀνόμων ὁ ἀναμάρτητος διὰ τῷ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον, αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἐκ τοῦ φόβου ἐσαλεύθησαν…» 

 «Ὅταν ἐσύ, ὁ Θεός, δέσμιος παρουσιάστηκες στὸν Καϊάφα, ὅταν Ἐσύ, ὁ παγκόσμιος Κριτής, παραδόθηκες στὸν Πιλάτο νὰ δικαστεῖς… καὶ σταυρώθηκες, καὶ καταμετρήθηκες, Ἐσὺ ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς παράνομους, γιὰ νὰ σώσεις τὸ ἀνθρώπινο γένος, οἱ οὐράνιες τότε δυνάμεις συγκλονίστηκαν ἀπὸ φόβο καὶ σεβασμό…»

 

19) «Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ καὶ θανάτου λύσας τὴν δύναμιν καὶ ἑξαλείψας ὡς Θεὸς τὸ καθ’ ἡμᾶς χειρόγραφον, Κύριε, ληστοῦ τὴν μετάνοιαν καὶ ἡμῖν παράσχου, μόνε φιλάνθρωπε…» 

 «Κύριε! Ἐσὺ ποὺ στὸ Σταυρὸ ὑψώθηκες, Ἐσὺ ποὺ τοῦ θανάτου τὴν δύναμη κατέλυσες, καὶ σὰν παντοδύναμος Θεὸς τὸ γραμμάτιο τοῦ χρέους μας ἀποπλήρωσες, χάρισε καὶ σ’ ἐμᾶς, μόνε φιλάνθρωπε, τὴν μετάνοια καὶ σωτηρία τοῦ ληστοῦ».

 

20) «Πρὸς Σὲ ὀρθρίζω τὸν δι’ εὐσπλαχνίαν σεαυτὸν τῷ πεσόντι κενώσαντα ἀτρέπτως καὶ μέχρι παθῶν ἀπαθῶς ὑποκύψαντα, Λόγε Θεοῦ…»

 «Σὲ Ἐσένα, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ προσεύχομαι, σὲ ’Σένα ποὺ ἀπὸ εὐσπλαχνία πρὸς τὸν ἐκπεσόντα (ἄνθρωπο), τὸν ἑαυτό σου ἂδειασες (ἀπὸ παντοδύναμος Θεός, ἔγινες ἀδύνατος ἄνθρωπος) χωρὶς νὰ παύσεις νὰ εἶσαι Θεός, καὶ ποὺ τὰ φρικτὰ πάθη ὑπέστης ὡς ἄνθρωπος (χωρὶς νὰ πάθει ἡ θεϊκή Σου οὐσία).

 

21) «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας. Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις… λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου… ἣλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας…»

 «Σήμερα κρέμεται στὸ Σταυρό, Ἐκεῖνος ποὺ τὴν γῆ στὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν ἐκρέμασε. Ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι φοράει, Ἐκεῖνος ποὺ τὸν οὐρανὸ μὲ σύννεφα ἔντυσε… μὲ λόγχη στρατιωτῶν στὰ πλευρὰ τρυπήθηκε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου… μὲ καρφιὰ στὸ σταυρὸ καρφώθηκε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας…»

 

22) «Σήμερον συνέχει τάφος τὸν συνέχοντα παλάμη τὴν κτίσιν· καλύπτει λίθος τὸν καλύπτοντα ἀρετῇ τοὺς οὐρανούς· ὑπνοῖ ἡ ζωὴ καὶ Ἅδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἐλευθεροῦται…»

 «Σήμερα ὁ τάφος κρατεῖ Ἐκεῖνον ποὺ στὴν παλάμη του κρατεῖ ὅλη τὴν κτίση· ἡ πλάκα τοῦ τάφου σκεπάζει Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὶς ἀρετὲς του τοὺς οὐρανοὺς καλύπτει· ἡ ζωή, ὁ Χριστός, στὸν τάφο κοιμᾶται, ὁ Ἅδης τρέμει, καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμά…»

 

23) «Σταυρουμένου Σου, Χριστέ, πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε· τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἐδονεῖτο φόβῳ τοῦ κράτους Σου· τὰ ὅρη ἐτρόμαξαν καὶ πέτραι ἐσχίσθησαν…» 

 «Ὅταν Ἐσένα, Χριστέ, σταύρωναν, ὅλη ἡ Κτίση βλέπουσα τὸ γεγονὸς ἔτρεμε· τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἐδονοῦντο ἀπὸ τὸν φόβο τῆς δυνάμεώς Σου· τὰ ὅρη ἐτρόμαξαν καὶ οἱ πέτρες ἐσχίσθησαν…»

 

24) «Σταυρωθέντος Σου, Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ· οὔτε γὰρ ἄγγελος, οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσας ἡμᾶς…» 

 «Ὅταν ἐσὺ σταυρώθηκες, Χριστέ, καταργήθηκε ἡ τυραννίδα τοῦ ἐχθροῦ, πατήθηκε ἡ δύναμή του· διότι Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔσωσε, δὲν ἦταν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ Ἐσὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας καὶ Θεός μας»

 

25) «Τὸν τοῦ Νόμου ποιητήν… ὠνήσαντο ἄνομοι, καὶ ὡς παράνομον Αὐτὸν τῷ Πιλάτου βήματι ἔστησαν…» 

 «Τὸν ποιητὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (τὸν Χριστὸ) οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι ἀγόρασαν (τριάκοντα ἀργύρια), καὶ σὰν παράνομο Τὸν ὁδήγησαν στὸ δικαστήριο τοῦ Πιλάτου…»

 

26) «…ὑμνοῦμεν Σε, Θεοτόκε, ὅτι Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν ἔτεκες, τὸν ἐκ τῆς κατάρας τοὺς ἀνθρώπους διά Σοῦ ἐλευθερώσαντα». 

«…Σὲ ὑμνοῦμε Θεοτόκε Παρθένε, γιατί ἐγέννησες τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, Αὐτὸν ποὺ ἀπὸ τὴν προγονικὴ κατάρα, μέσω Σοῦ, τοὺς ἀνθρώπους ἐλευθέρωσε».

 

27) «Ὕπνωσας μικρὸν καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἑξαναστάς ἑξανέστησας τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, ἀγαθέ». 

 «Κοιμήθηκες (ἤσουν νεκρὸς) γιὰ μικρὸ μόνο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ζωντανέψει τοὺς νεκρούς, καὶ ὅταν ἀναστήθηκες, ἀνέστησες μαζί Σου τοὺς ἀπὸ αἰῶνος κεκοιμημένους, ἀγαθέ».

 

28) «Φοβερὸν καὶ παράδοξον μυστήριον! ὁ ἀναφής κρατεῖται· ὁ λύων τὸν Ἀδὰμ τῆς κατάρας δεσμεῖται· ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς, ἀδίκως ἐτάζεται· Πιλάτῳ παρίσταται, ᾧ τρόμῳ οὐρανῶν αἱ δυνάμεις παρίστανται… ξύλῳ κατακρίνεται, ὁ κρίνων ζῶντας καὶ νεκρούς· τάφῳ κατακλείεται ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἅδου…» 

 «Φοβερὸ καὶ παράδοξο μυστήριο! Ὁ ἄυλος, ὁ ἄπιαστος, δέσμιος κρατεῖται· Αὐτὸς ποὺ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν προγονικὴ κατάρα ἐλευθέρωσε, κρατεῖται (τώρα) δέσμιος)· ὁ ἐρευνῶν καρδίας καὶ νεφροὺς (τὶς πιὸ ἀπόκρυφες σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου), τώρα ἐξετάζεται ἂδικα (ἀνακρίνεται). Στὸ δικαστήριο, στὸν Πιλάτο μπροστὰ ὡς ἔνοχος στέκεται, Αὐτός, μπροστὰ στὸν ὁποῖο οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ τρόμο στέκονται… σὲ σταυρικὸ θάνατο καταδικάζεται, Αὐτὸς ποὺ κρίνει καὶ δικάζει ζωντανοὺς καὶ νεκρούς, Σὲ τάφο μικρὸ θάπτεται, Αὐτὸς ποὺ καθήρεσε (γκρέμισε) τὸν Ἅδη…»

 

29) «Χαῖρε πύλη τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ἣν ὁ Ὕψιστος μόνος διώδευσε καὶ πάλιν ἐσφραγισμένην κατέλιπεν…»

 «Χαῖρε πύλη τοῦ ἐνδόξου Βασιλέως, ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσῆλθε μόνο ὁ Ὕψιστος (καὶ οὐδεὶς ἄλλος) καὶ τὴν ὁποία (μετὰ τὴν εἴσοδό του) γιὰ πάντα σφραγισμένη (κλειστὴ) διετήρησε …» (τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου ἐννοεῖ)

 

30) «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθης, Χριστὲ Βασιλεῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄκακος προσηλώθης τῷ σταυρῷ… διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φιλάνθρωπε». 

 «Σὰν πρόβατο γιὰ σφαγὴ ὁδηγήθηκες, Χριστὲ Βασιλέα μας, καὶ σὰν ἀρνὶ ἄκακο προσηλώθηκες (μὲ καρφιὰ καρφώθηκες) στὸ Σταυρὸ πάνω, ἐξ αἰτίας τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν, φιλάνθρωπε».

 

Β΄) Γιατί πάσχει; 

1) «Εἰρήνευσον, τὸν κόσμον, ὁ ἐκ Παρθένου καταδεξάμενος, Κύριε, σάρκα φορέσαι τοῦ ὑπὲρ δούλων παθεῖν».

 «Εἰρήνευσε, Κύριε, τοὺς ἀνθρώπους, Ἐσύ, ὁ ἄϋλος Θεός, ποὺ εὐδόκησες καὶ φόρεσες σάρκα ἀπὸ Παρθένο γιὰ νὰ σώσεις ἐμᾶς τοὺς δούλους Σου».

 

2) «…ἑκών ὑπέμεινας, ἳνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…»

 «… μὲ τὴ θέλησή Σου ὑπέμεινες τὰ φρικτὰ πάθη, γιὰ νὰ ἐλευθερώσεις ἐμᾶς ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ, Χριστὲ καὶ Θεέ μας»

 

3) «… ἐνεδύσω στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἀνθέσι· καὶ τὴν χλαῖναν χλευαζόμενος ἐφόρεσας, ὁ νεφέλαις περιβάλλων τὸ στερέωμα· τοιαύτῃ γὰρ οἰκονομίᾳ ἐγνώσθη Σου ἡ εὐσπλαχνία, Χριστέ, τὸ μέγα ἔλεος…»

 «… Σὲ φόρεσαν στεφάνι ὕβρεως (προσβλητικό), Ἐσένα ποὺ στόλισες μὲ λουλούδια τὴν γῆ· καὶ προσέτι χλευάζοντάς Σε σὲ ἐνέδυσαν μὲ χλαίνη, Ἐσένα ποὺ μὲ σύννεφα περιβάλλεις τὸ στερέωμα, διότι, Χριστὲ καὶ Θεέ μας, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔγινε γνωστὴ καὶ ἐκδηλώθηκε ἡ εὐσπλαχνία Σου, καὶ τὸ μέγα ἔλεος…»

 

4) «… ἐπὶ ξύλου ἀνυψοῦται ὁ φιλάνθρωπος, ἳνα τούς ἐν Ἅδῃ δεσμῶτας ἐλευθερώσῃ ὡς Θεός…» 

 «… σταυρώνεται ὁ φιλάνθρωπος, γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει, ὡς παντοδύναμος Θεὸς τοὺς δέσμιους τοῦ Ἅδη…»

 

5) «… ἐσιώπας δέ, Χριστέ, φέρων αὐτῶν τὴν προπέτειαν, παθεῖν θέλων καὶ σῶσαι ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος». 

 «… καὶ ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ μας, σιωποῦσες ἀνεχόμενος τὴν αὐθάδεια αὐτῶν (τῶν βασανιστῶν), ἐπειδὴ Σὺ ἤθελες νὰ ὑπομείνεις τὰ Πάθη καὶ (μὲ τὰ Πάθη Σου) νὰ σώσεις ἐμᾶς ὡς φιλάνθρωπος».

 

6) «Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἳνα ἐμοὶ πηγάσεις τὴν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τὴν πλευράν, ἳνα κρουνοὺς ζωῆς ἀναβλύσης μοι· τοῖς ἣλοις προσήλωσαι, ἳνα ἐγὼ τὸ ὕψος τοῦ κράτους Σου πιστούμενος κράζω Σοι: Δόξα καὶ τῷ Σταυρῷ Σῶτερ, καὶ τῷ πάθει Σου». 

 «Σταυρώθηκες γιὰ ’μένα (γιὰ χάρη μου), γιὰ νὰ μοῦ χαρίσεις τὴν ἄφεση (τῶν ἁμαρτιῶν), ἀνέχθηκες νὰ τρυπήσουν μὲ λόγχη τὴν πλευρά Σου, γιὰ νὰ πηγάζουν ἀπὸ ’κεῖ γιὰ μένα κρουνοὶ αἰώνιας ζωῆς· μὲ καρφιὰ σὲ σταυρὸ καθηλώθηκες (δέχθηκες νὰ σταυρωθεῖς), γιὰ νὰ Σὲ δοξολογῶ ἐγὼ τώρα διαπιστώνοντας τὸ μέγεθος τῆς δύναμής Σου: Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Σταυρός Σου, Σωτήρα μας, δοξασμένα καὶ τὰ πάθη Σου».

 

7) «Ἳνα Σου τῆς δόξης τὰ πάντα πληρώσῃς καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις τῆς γῆς… καὶ ταφείς φθαρέντα με καινοποιεῖς φιλάνθρωπε». 

 «Κατέβηκες, φιλάνθρωπε, καὶ διέμεινες καὶ στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς (μὲ τοὺς νεκρούς τοῦ Ἃδη), γιὰ νὰ γεμίσεις ἔτσι μὲ τὴ δόξα Σου τὰ σύμπαντα, καὶ μὲ τὴν ταφή Σου αὐτὴ ἀνακαινίζεις ἐμένα ποὺ πάλιωσα καὶ φθάρθηκα».

 

8) «… καὶ πάντα παθεῖν κατεδέξατο, σῶσαι θέλων ἡμᾶς ἐκ τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν τῷ ἰδίῳ αἵματι ὡς φιλάνθρωπος». 

 «… καὶ τὰ πάντα καταδέχθηκε νὰ πάθει, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ σώσει ἐμᾶς (καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει) ἀπὸ τὶς παρανομίες μας, πληρώνοντας μὲ τὸ δικό του αἷμα ὡς φιλάνθρωπος»

 

9) «Κύριε· ἀναβαίνοντός Σου ἐν τῷ σταυρῷ… τὴν μὲν γῆν ἐκώλυες καταπιεῖν τοὺς σταυροῦντας Σε, τῷ δὲ Ἅδῃ ἐπέτρεπες ἀναπέμπειν τοὺς δεσμίους εἰς ἀναγέννησιν βροτῶν…» 

 «Κύριε καὶ Θεέ μας· ὅταν Ἐσένα σταύρωναν… τὴν μὲν γῆ ἐμπόδιζες  νὰ καταπιεῖ τοὺς σταυρωτές Σου, στὸν Ἅδη ὅμως ἐντολὴ ἔδωσες νὰ στέλνει πίσω τούς δεσμίους του, (καὶ τοῦτο ἔγινε), γιὰ νὰ ἀναγεννηθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σωθοῦν…»

 

10) «Μὴ ὡς Ἰουδαῖοι ἑορτάσωμεν οἱ πιστοί· καὶ γὰρ τὸ Πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστὸς ὁ Θεός…» 

«Ἂς μὴ γιορτάσωμε, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ τὸ Πάσχα, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ τοῦτο, γιατί τὸ δικό μας Πάσχα εἶναι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ γιὰ χάρη μας…»

 

11) «… ὁ ἐν καμίνῳ ρυσάμενος τοὺς ὁσίους παῖδας ἐκ φλογός, ἐν τάφῳ κατατίθεται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…»

 «… Ἐκεῖνος ποὺ (κάποτε) μέσα στὸ καμίνι ἔσωσε τοὺς (τρεῖς) ὁσίους παῖδες, (τώρα) νεκρὸς θάπτεται γιὰ τὴ δική μας σωτηρία…»

 

12) «Ὁ συνέχων τὰ πέρατα τάφῳ συσχεθῆναι κατεδέξω, Χριστέ, ἳνα τῆς τοῦ Ἅδου καταπόσεως λυτρώσης τὸ ἀνθρώπινον καὶ ἀθανατίσας ζωώσης ἡμᾶς…» 

 «Χριστὲ καὶ Θεέ μας, Ἐσύ, ποὺ τὰ σύμπαντα στὰ χέρια Σου κρατεῖς καὶ συντηρεῖς, καταδέχθηκες σὲ τάφο νὰ κλεισθεῖς, γιὰ νὰ λυτρώσεις τὸ ἀνθρώπινος γένος ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἅδη, καὶ ἀκόμα, ἀφοῦ μᾶς ἀπαθανατίσεις (θεοποιήσεις), χαρίσεις σ’ ἐμᾶς τὴν αἰώνια ζωή…»

 

13) «Ὃτε παρέστης τῷ Καϊάφᾳ ὁ Θεός, καὶ παρεδόθης τῷ Πιλάτῳ ὁ Κριτής… τότε δὲ καὶ ὑψώθης ἐπὶ Σταυροῦ, διὰ τὸ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον ὡς φιλάνθρωπος». 

 «Ὅταν Ἐσύ, ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁδηγήθηκες δέσμιος στὸν Καϊάφα (ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο), καὶ ὅταν Ἐσύ, ὁ πάντων Κριτής, παραδόθηκες (δέσμιος) στὸν Πιλάτο (γιὰ ἀνάκριση), ναὶ τότε σταυρώθηκες (ἐπειδὴ Ἐσὺ τὸ θέλησες), γιὰ νὰ σώσεις τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ εἶσαι φιλάνθρωπος».

 

14) «… ὅτι ἐλεήμων ἐστι καὶ σώζειν δυνάμενος ὁ παθεῖν ὑπὲρ ἡμῶν καταδεξάμενος, Χριστὸς ὁ Θεός…» 

 «… διότι, Ἐκεῖνος ποὺ καταδέχθηκε νὰ πάθει γιὰ χάρη μας, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, εἶναι καὶ ἐλεήμων καὶ ἰσχυρὸς νὰ σώζει ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους…»

 

15) «… Πάτερ οἰκτίρμον· τὸν Μονογενῆ Υἱόν Σου, ἱλασμὸν εἰς τὸν κόσμον ἀπέστειλας». 

 «… Πατέρα μας, ἐσὺ ὁ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων· τὸν Μονογενή Σου Υἱὸ ἔστειλες στὸν κόσμο, ὡς ἐξιλαστήριο θύμα (γιὰ τὴ δική μας σωτηρία).

 

16) «Πρὸς Σὲ ὀρθρίζω, τὸν δι’ εὐσπλαχνίαν σεαυτὸν τῷ πεσόντι κενώσαντα ἀτρέπτως καὶ μέχρι παθῶν ἀπαθῶς ὑποκύψαντα, Λόγε Θεοῦ…» 

 «Σ’ Ἐσένα, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ θερμὰ προσεύχομαι, Σὲ Σένα, ποὺ ἀπὸ εὐσπλαχνία πρὸς τὸν πεσόντα ἄνθρωπο τὸν ἑαυτό Σου ἐκκένωσες (ἐξασθένησες), ἀτρέπτως (χωρὶς νὰ πάψεις νὰ εἶσαι παντοδύναμος Θεὸς) καὶ (τὸ κυριότερο) μὲ τὰ Πάθη καὶ τὴ Σταύρωση πέθανες γιὰ μᾶς ἀπαθῶς, μόνο ὡς ἄνθρωπος, (γιατί ἡ θεία φύση Σου εἶναι ἀπαθής).

 

17) «… σὺ γὰρ τεθείς ἐν τάφῳ… τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». 

«… διότι Ἐσύ, σωτήρα μας, ὅταν ἐνταφιάστηκες, τὶς κλειδαριὲς τοῦ Ἅδου συνέτριψες, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐκεῖ ἐπὶ αἰῶνες ἀναπαύονται (στοὺς νεκροὺς) ἐκήρυξες ἀπολύτρωση βέβαιη, τὴν δική Σου ἀνάσταση, γενόμενος ἔτσι καὶ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν».

 

18) «Τὸν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπεστράφη ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων· βήματι Πιλάτου παρέστην καὶ σταυρὸν ὑπέμεινα διὰ τὴν τοῦ κόσμου σωτηρίαν».

 «Τὰ νῶτα μου πρόσφερα γιὰ μαστίγωση, καὶ τὸ πρόσωπό μου δὲν ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῶν ἐμπτυσμάτων, στὸ βῆμα τοῦ Πιλάτου (δέσμιος) στάθηκα (νὰ δικασθῶ), καὶ (τὸ κυριότερο) σταυρικὸ θάνατο ὑπέμεινα γιὰ τὴν σωτηρία (ὅλου) του κόσμου».

 

Γ΄) Εὐλογίες τοῦ Πάθους. 

1) «Ἅδου μὲν ταφείς τὰ βασίλεια, Χριστέ, συντρίβεις, θάνατον θανάτῳ δὲ θανατοῖς, καὶ φθορᾶς λυτροῦσαι γηγενεῖς».

 «Χριστὲ καὶ Θεέ μας, μὲ τὴν ταφή Σου μὲν τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου συντρίβεις, καὶ μὲ τὸν θάνατό Σου τὸν θάνατο θανατώνεις, λυτρώνοντας ἔτσι τοὺς γηγενεῖς (τὸ ἀνθρώπινο γένος) ἀπὸ τὴν φθορὰ (τὸν αἰώνιο θάνατο)».

 

2) «Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ φθαρτὸν μεταβάλλεις· ἀφθαρτίζεις γὰρ θεοπρεπέστατα ἀπαθανατίζων τὸ πρόσλημμα· ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ οἶδε, Δέσποτα, οὐδὲ ἡ ψυχή Σου εἰς Ἅδου ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται».

 «Μὲ τὸν θάνατό Σου, Δέσποτα καὶ Κύριε, καὶ μὲ τὴν ταφή Σου, τὴν θνητὴ καὶ φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση Σου μεταβάλλεις· γιατί μὲ τρόπο θεοπρεπή, θαυματουργό, ἀφθαρτίζεις τὸ πρόσλημμα, τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἀπὸ τὴν Μητέρα Σου προσέλαβες· διότι, Δέσποτά μου, τὸ μὲν σῶμα Σου φθορὰ στὸν τάφο δὲ γνώρισε (ἐπειδὴ παροῦσα καὶ ἑνωμένη μ’ αὐτὸ πάντα ἦταν ἡ θεότης), οὔτε ἡ ψυχή Σου στὸν Ἅδη ἀφιλόξενα μόνη ἐγκαταλείφθηκε (γιατί παροῦσα καὶ ἑνωμένη μ’ αὐτὴν ἦταν ἡ θεότης)».

 

3) «Διὰ ξύλου ὁ Ἀδὰμ Παραδείσου γέγονεν ἄποικος, διὰ ξύλου δὲ σταυροῦ ὁ ληστὴς Παράδεισον ᾢκησεν…»

 «Ἐξ αἰτίας τῆς βρώσης καρποῦ ἀπὸ τὸ ἀπηγορευμένο δέντρο ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἐκδιώχθηκε· ὅμως τώρα, μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Σου (Σωτήρα μας), ὁ ληστὴς τὸν Παράδεισο κέρδισε…»

 

4) «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθείς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν…» 

 «Μᾶς ἐξαγόρασες, Σωτήρα μας Χριστέ, ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου μὲ τὸ τίμιο αἷμα Σου· καὶ ὅταν στὸ σταυρὸ προσηλώθηκες, καὶ στὴν πλευρά Σου ἀπὸ λόγχη τρυπήθηκες, τότε, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή, τὴν ἀθανασία χάρισες στὸ ἀνθρώπινο γένος…»

 

5) «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καὶ θανάτῳ Σου τὸν θάνατο ὤλεσας, καὶ ἐπήγασας τῷ κόσμῳ τὴν ζωὴν» 

«Ἐσὺ Κύριέ μας, Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς, σὲ τάφῳ κατατέθηκες, ὅμως μὲ τὸν θάνατό Σου τὸν θάνατο νέκρωσες, καὶ χάρισες στὸν κόσμο τὴν αἰώνια ζωή».

 

6) «Ἡ ζωηφόρος Σου πλευρά, ὡς ἐξ Ἐδὲμ πηγὴ ἀναβλύζουσα, τὴν Ἐκκλησίαν Σου, Χριστέ, ὡς λογικὸν ποτίζει Παράδεισον… τὸν κόσμον ἀρδεύουσα, τὴν κτίσιν εὐφραίνουσα καὶ τὰ ἔθνη διδάσκουσα προσκυνεῖν τὴν βασιλείαν Σου» 

 «Ἡ κεντηθεῖσα ζωηφόρος Σου πλευρά, Χριστέ, σὰν πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν Ἐδέμ, ποτίζει τώρα τὴν Ἐκκλησία Σου, γιατί τώρα αὐτὴ, ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὁ λογικὸς Παράδεισος… καταρδεύουσα ὅλο τὸν κόσμο, εὐφραίνουσα ὅλη τὴν Κτίση, καὶ διδάσκουσα σὲ ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν Βασιλεία Σου».

 

7) «Ἤπλωσας τὰς παλάμας καὶ ἣνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα· καταστολῇ δέ, Σῶτερ, τῇ ἐν σινδόνι καὶ μνήματι πεπεδημένους ἔλυσας…» 

 «Ἅπλωσες, Σωτήρα μας, στὸ σταυρὸ τὰ χέρια Σου, καὶ ἕνωσες (συμφιλίωσες) ἐκεῖνα, ποὺ πρὶν ἦταν τὸ ἕνα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο· (ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεό)· καὶ ἐπὶ πλέον μὲ τὸ νὰ περιτυλιχθεῖς σινδόνι καὶ σὲ τάφο νὰ κατατεθεῖς τοὺς δεσμίους του Ἅδου ἐλευθέρωσες…»

 

8) «Ἳνα Σου τῆς δόξης τὰ πάντα πληρώσῃς καταπεφοίτηκας ἐν κατωτάτοις τῆς γῆς· … καὶ ταφείς φθαρέντα μὲ καινοποιεῖς, φιλάνθρωπε» 

 «Κατέβηκες, Κύριε, καὶ διέμεινες (ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες) καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς (στὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου), γιὰ νὰ γεμίσεις μὲ τὴ δόξα Σου τὰ πάντα… προσέτι ὅμως μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή Σου ἀνακαινίζεις ἐμένα τὸν παλαιοθέντα καὶ φθαρέντα (ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μου)

 

9) «Κύριε καὶ Θεέ μου ἐξόδιον ὕμνον καὶ ἐπιτάφιον ὠδὴν Σοι ἄσομαι τῷ τῇ ταφῇ Σου ζωῆς μοι τὰς εἰσόδους διανοίξαντι καὶ θανάτῳ θάνατον καὶ ἄδην θανατώσαντι». 

 «Κύριε καὶ Θεέ μου ὕμνο ἐπικήδειο καὶ τραγούδι ἐπιτάφιο θὰ ψάλλω γιὰ Σένα, ποὺ μὲ τὴν Ταφή Σου διάπλατα ἄνοιξες γιὰ χάρη μου τὶς πύλες τῆς (αἰώνιας) ζωῆς, καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὸν θάνατό Σου τὸν θάνατο καὶ τὸν Ἅδη θανάτωσες».

 

10) «Λέλυται ἄχραντος ναός, τὴν πεπτωκυῖαν δὲ συνανίστησι σκηνήν· Ἀδὰμ γὰρ τῷ προτέρῳ δεύτερος, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, κατῆλθε μέχρις Ἅδου ταμείων…» 

 «Καταλύθηκε ὁ ἄχραντος ναός, (νεκρώθηκε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου), ὅμως μαζί του (ὅταν ἀναστήθηκε) ἀνέστησε καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ κάποτε ἐξέπεσε· διότι ὁ Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ποὺ στὰ ὕψιστα κατοικεῖ, κατέβηκε μέχρι τὰ ταμεῖα (φυλακὲς) τοῦ Ἅδη (χάριν τοῦ πρώτου Ἀδάμ, γιὰ νὰ τὸν ἀπελευθερώσει).

 

11) «Μυσταγωγοῦσα φίλους ἑαυτῆς τὴν ψυχοτρόφον ἑτοιμάζει τράπεζαν, ἀμβροσίας δὲ ἡ ὄντως Σοφία Θεοῦ κιρνᾶ κρατήρα πιστοῖς».

 «Ὁ Χριστός, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁδηγώντας τοὺς μαθητές του στὸ Μυστήριο (τῆς θείας Εὐχαριστίας) ἑτοιμάζει τὴν ψυχοτρόφο τράπεζα, καὶ προσφέρει τότε στοὺς πιστοὺς κροντήρι (ποτήρι) γεμάτο μὲ θεῖο ποτὸ (ἀμβροσία, θεία κοινωνία)».

 

12) «Νεκρωθείς μνημείῳ κατετέθης, Χριστέ, καὶ τὴν φύσιν τῶν βροτῶν ἀνεκαίνισας ἀναστάς θεοπρεπῶς ἐκ τῶν νεκρῶν».

 «Ὅταν, Χριστέ, νεκρώθηκες καὶ σὲ μνῆμα μέσα θάφθηκες, τότε, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θεοπρεπῶς ἀναστήθηκες, τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνεκαίνισες (ἀνέπλασες)».

 

13) «Νόμῳ θανόντων τὴν ἐν τῷ τάφῳ κατάθεσιν ἡ τῶν ὅλων δέχεται ζωή, καὶ τοῦτον πηγὴν δείκνυσιν ἐγέρσεως εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…»

 «Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο περὶ νεκρῶν, ἡ ζωὴ τῶν πάντων, ὁ Χριστός, δέχεται τὸν ἐνταφιασμό του σὲ καινὸ μνῆμα, ὅμως αὐτὸ τὸ μνῆμα, αὐτὸν τὸν τάφο τὸν ἀναδεικνύει πηγὴ ἀναστάσεως καὶ αἰώνιας ζωῆς γιὰ τὴ δική μας σωτηρία».

 

14) «Ὄλβιος τάφος! ἐν ἐαυτῷ γὰρ δεξάμενος ὡς ὑπνοῦντα τὸν δημιουργόν, ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…» 

 «Πλούσιος· εὐτυχὴς τάφος! διότι, ἐπειδὴ μέσα του δέχθηκε τὸν Δημιουργό τοῦ κόσμου, ὡσὰν νὰ κοιμόταν, ἀναδείχθηκε (ὁ τάφος αὐτὸς) θεῖος θησαυρὸς ζωῆς αἰώνιας γιὰ τὴ δική μας σωτηρία…»

 

15) «… ὁ παθών ὑπὲρ ἡμῶν καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς…»

 «… Ἐσύ, παντοδύναμε Σωτήρα μας, ὁ ὁποῖος γιὰ χάρη μας τὰ πάθη ὑπέμεινες καὶ ἀπέθανες, καὶ ἀπὸ τὰ πάθη (ἁμαρτίες) ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Παθῶν, ἀπελευθέρωσες ἐμᾶς, ἐλέησέ μας (πάλι τώρα)».

 

16) «Ὁ σταυρός Σου, Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ Σου…» 

 «Ὁ σταυρικός σου θάνατος, Κύριε, εἶναι γιὰ τὸν πιστὸ λαό Σου ἀνάσταση καὶ ζωὴ αἰώνια…»

 

17) «Ὄτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ ὑπὲρ τοῦ παντὸς κατετέθης, ὁ λυτρωτὴς τοῦ παντός, Ἅδης ὁ παγγέλαστος ἰδὼν Σε ἒπτηξεν· οἱ μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο· τὰ θανάτου ἀπέκλεισας ταμεῖα, καὶ Ἅδου ἅπαντα ἐκκένωσας, Χριστέ, βασίλεια…» 

 «Ὅταν, γιὰ χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐτάφης μέσα σὲ καινούργιο τάφο (μὴ χρησιμοποιηθέντα), Ἐσὺ Χριστέ, ὁ λυτρωτὴς ὅλων μας, τότε ὁ Ἅδης ὁ καταγέλαστος, ὁ ὅλως διόλου γελοῖος, βλέποντάς Σε κατετρόμαξε· οἱ ἀμπάρες (τοῦ Ἅδη) συνετρίβησαν, οἱ πόρτες ἔσπασαν, τὰ μνήματα ἀνοίχθηκαν καὶ νεκροὶ ἀναστήθηκαν… τὶς φυλακὲς τοῦ θανάτου σφράγισες, καὶ τοῦ Ἅδου ὅλα τὰ βασίλεια ἐρήμωσες…»

 

 «Ὄτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας… καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας…»

«Ὅταν, Ἐσὺ Χριστέ, ἡ ζωὴ ἡ αἰώνια, κατέβηκες στὸν κάτω κόσμο (θανατώθηκες), τότε ἀκριβῶς τὸν Ἅδη ἐνέκρωσες… καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὰ καταχθόνια ἀνέστησες…»

 

 «… πάσχω γὰρ ὡς ἄνθρωπος καὶ σώζω ὡς φιλάνθρωπος τούς εἰς ἐμὲ πιστεύοντας»

 «… διότι πάσχω ὡς ἄνθρωπος μόνο (ἡ θεία φύση εἶναι ἀπαθὴς) καὶ σώζω τοὺς πιστούς μου, ἐπειδὴ εἶμαι φιλάνθρωπος».

 

 «Προσκυνῶ τὸ Πάθος, ἀνυμνῶ τὴν ταφήν, μεγαλύνω Σου τὸ κράτος, φιλάνθρωπε, δι’ ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν». 

«Φιλάνθρωπε Χριστέ· προσκυνῶ τὰ Πάθη Σου, ἀνυμνῶ τὴν ταφή Σου, θαυμάζω τὴν παντοδυναμία Σου, αὐτά, διὰ τῶν ὁποίων ἐγὼ ἀπὸ τὰ φθοροποιὰ πάθη ἐλευθερώθηκα».

 

21) «Σταυρωθέντος Σου, Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἡμεῖς ἠλευθερώθημεν…» 

«Μὲ τὴ σταύρωσή Σου, Χριστέ, ἡ τυραννίδα (τοῦ ἐχθροῦ) καταργήθηκε, ἡ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ ἐκμηδενίσθηκε, καὶ ἐμεῖς οἱ πιστοί Σου ἀπελευθερωθήκαμε…»

 

22) «… Σὺ γὰρ τεθείς ἐν τάφῳ, κραταιέ, ζωαρχικῇ παλάμῃ τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας, καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». 

 «… διότι, Ἐσύ, Ἰσχυρέ, ὅταν ἐτάφης, τότε μὲ τὸ Παντοδύναμο χέρι Σου συνέτριψες τὶς κλειδαριὲς τοῦ Ἅδου καὶ ἐκήρυξες σ’ ἐκείνους, ποὺ ἀπὸ αἰῶνες ἐκεῖ ἀναπαύονται, τὴν ἀληθινὴ λύτρωση, (τὴν ἀνάσταση), Σωτήρα μας, γενόμενος ἔτσι Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν».

 

23) «Τέτρωται Ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχη τὴν πλευράν, καὶ στένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος εἰς σωτηρίαν ἡμῶν…» 

 «Τραυματίστηκε ὁ Ἅδης θανάσιμα, ὅταν μέσα του δέχθηκε Ἐκεῖνον ποὺ μὲ λόγχη τραυματίστηκε στὴν πλευρά, καὶ στενάζει (ὁ Ἅδης) ἀπὸ πόνο, ἐπειδὴ τὸν κατατρώγει τὸ πῦρ τῆς θεότητος, καὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται γιὰ τὴ δική μας σωτηρία…»

 

24) «Τὴν ἐν σταυρῷ Σου θείαν κένωσιν προορῶν Ἀββακούμ, ἐξεστηκώς ἐβόα· Σὺ δυναστῶν διέκοψας κράτος ἀγαθέ, ὁμιλῶν τοῖς ἐν Ἅδη ὡς παντοδύναμος»

 «Προβλέποντας φωτισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ Προφήτης Ἀββακοὺμ τὴν ἀπέραντη θεϊκὴ συγκατάβασή Σου, ποὺ πάνω στὸ σταυρὸ κορυφώθηκε, γεμάτος ἔκπληξη ἀναφωνοῦσε: Σὺ ἀγαθὲ Κύριε, ὅταν ὡς νεκρὸς κατέβηκες στὸν Ἅδη καὶ κήρυξες στοὺς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ νεκρούς, ἔβαλες τότε τέλος στὴν κυριαρχία τῶν δυναστῶν, ἐπειδὴ εἶσαι παντοδύναμος»

 

25) «Τὸν ληστὴν αὐθημερὸν τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας, Κύριε· κἀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ Σταυροῦ φώτισον καὶ σῶσόν με»

 «Κύριε· τὸν συσταυρωθέντα μὲ ’Σένα ληστὴ αὐθημερὸν καταξίωσας νὰ μπεῖ στὸν Παράδεισο· ἔτσι καὶ ἐμένα μὲ τὸ τίμιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ φώτισε καὶ σῶσε με».

 

26) «… τὸ φθαρτὸν δὲ Σου πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας καὶ ἀφθάρτου ζωῆς ἔδειξας πηγὴν ἐξ ἀναστάσεως…»

 «.. καὶ τὴ φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση Σου (ποὺ ἀπὸ τὴν Παρθένο προσέλαβες) τὴν ἀφθαρτοποίησες μὲ τὴν ἀνάστασή Σου, δείχνοντας ἔτσι καὶ σ’ ἐμᾶς τὴν πηγὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς».

 

27) «Τὸ χειρόγραφον ἡμῶν ἐν σταυρῷ διέρρηξας, Κύριε, καὶ λογισθείς ἐν τοῖς νεκροῖς τὸν ἐκεῖσε τύραννον ἔδησας, ρυσάμενος ἅπαντας ἐκ δεσμῶν θανάτου τῇ ἀναστάσει Σου, μόνε ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε». 

 «Τὸ χρεωστικὸ χειρόγραφό μας (γραμμάτιο χρέους) πάνω στὸ Σταυρό Σου, Κύριε, κομμάτιασες, καὶ ὅταν στὸν Ἅδη κατέβηκες, τὸν ἀπὸ ἐκεῖ τύραννο ἔδεσες (φυλάκισες) καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή σου, μόνε ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε, ἔσωσες ὅλους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου».

 

28) «Τῷ πάθει σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν, καὶ τῇ ἀναστάσει Σου ἐκ φθορᾶς ἐλυτρώθημεν…»

 «Μὲ τὰ φρικτὰ Πάθη Σου, Χριστέ, ἀπὸ τὰ δικά μας πάθη ἐλευθερωθήκαμε, καὶ μὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Σου, ἀπὸ τὴν φθορὰ λυτρωθήκαμε…»

 

29) «Ὑπνοῖ ἡ ζωὴ καὶ Ἅδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται…» 

 «Ὑπνοῖ, νεκρώνεται ἡ ζωὴ (ὁ Χριστός, ἡ ἀνθρώπινη φύση του), ὡσὰν νὰ κοιμᾶται, καὶ ὁ Ἅδης τότε τρέμει, καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὰ αἰώνια δεσμὰ ἐλευθερώνεται…»

 

30) «Ὓπνωσας μικρὸν καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἑξαναστάς συνανέστησας τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, Ἰησοῦ» 

 «Ἀναπαύθηκες (νεκρώθηκες) γιὰ λίγο καὶ ζωντάνεψες τοὺς νεκρούς· καὶ ὅταν ἀναστήθηκες Ἰησοῦ ἀνέστησες μαζί σου ἐκείνους, ποὺ ἀπὸ αἰώνων ἀνεπαύοντο (στὸν Ἅδη)».

 

31) «Ὑπὸ γῆν βουλήσει κατελθών ὡς θνητός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια τούς ἐκεῖ κεκοιμημένους, Ἰησοῦ». 

 «Ὅταν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς (στὸν Ἅδη) μὲ τὴ θέλησή Σου κατέβηκες ὠς θνητός Ἰησοῦ, τότε ὁδήγησες πάλι ἀπὸ τὴν γῆ πρὸς τοὺς οὐρανοὺς τοὺς ἐκεῖ ἀπὸ αἰῶνος κεκοιμημένους»

 

32) «Χριστὸς γὰρ ὁ σωτὴρ ἡμῶν τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον προσηλώσας τῷ Σταυρῷ ἐξήλειψε καὶ τοῦ θανάτου τὸ κράτος κατήργησε…» 

 «Διότι ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, τὸ γραμμάτιο τοῦ χρέους μας διέγραψε (ἐξόφλησε) μὲ τὸν σταυρικό του θάνατο, καὶ τὴν δύναμη καὶ κυριαρχία τοῦ θανάτου κατήργησε…»

 

33) «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν Σου, Λόγε στοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνοὺς» 

 «Ὅπως ὁ πελεκάνος, τραυματισμένος στὴν πλευρά Σου, Λόγεκαί Υἰέ τοῦ Θεοῦ, ἐζωντάνεψες τὰ μισοπεθαμένα παιδιά Σου, στάζοντας στὸ στόμα τους κρουνοὺς ζωῆς αἰωνίου».

 

Ἑρμηνεία λέξεων

1) ἀλόχευτος (ὁ, ἡ) (γυνὴ) ἡ γεννήσασα χωρὶς λοχεία, ἡ Παρθένος

2) ἀνάπλασις (τῆς Εὕας). Ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου· ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ προπτωτική του θέση.

3) ἀναφής (ὁ, ἡ) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ἁφήν· ἄπιαστος, ἁπαλός, τρυφερός, ἀνεξίκακος «ἀναφής τὴν οὐσίαν»= ἄϋλος.

4) ἀναδέω, δένω κάτι στὸ κεφάλι μου, στεφανώνω, δένω στὴν κεφαλήν μου διάδημα, στεφανώνομαι, στεφανώνομαι ἀπὸ κάποικον ἄλλον.

5) ἀπαθὴς (ὁ, ἡ)  Ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πάθη, ὁ μὴ κινούμενος ἀπὸ πάθη· ὁ μὴ πάσχων· ὁ ἀβλαβής, ὁ ἔχων ἀπάθειαν.

6) ἄποικος (ὁ, ἡ), ὁ μακράν τῆς οἰκίας του, τῆς πατρίδος· ὁ ἐξόριστος· ὁ ἐκδιωχθείς μακράν τῆς κατοικίας του.

7) ἀτρέπτως (ἐπίρ.) χωρὶς τροπή, χωρὶς ἀλλαγή, χωρὶς μετατροπὴ

8) διεστῶτα (τά).  Αὐτὰ ποὺ ἐχώρισαν καὶ ἀπέχουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὰ μὴ ἔχοντα ἐπαφὴ μεταξύ τους. Ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς (Ὑμνολ.)

9) ἑκών –οῦσα –όν. Ὁ ἑκουσίως (μὲ τὴ θέλησή του) πράττων, ὁ θεληματικῶς πράττων, ὁ πρόθυμος.

10) ἐξαγοράζω, ἐλευθερώνω κάποιον μὲ χρήματα (ἐξαγορά), ξεσκλαβώνω, ἀγοράζω τὴν ἐλευθερία τινός, λυτρώνω.

11) ἧλος (ὁ ἧλος)  τὸ καρφί, ἡ πρόκα.

12) ἱλασμός, ἐξιλέωσις, θυσία πρὸς ἱλασμὸν (ἐξιλέωση)

13) καινοποιῶ, ἀνακαινίζω, ξανακάνω καινούργιο κάτι, ποὺ πάλιωσε.

14) κένωσις,( ὑμν. ) ὅταν ἀναφέρεται στὸν Χριστὸ ἐννοεῖ τὴν ἠθελημένη στέρηση τῆς παντοδυναμίας του.

15) κραταιὸς -ά -όν, ὁ ἰσχυρός, δυνατός.

16) κτιστὸς –ή –όν, τὸ δημιούργημα, κάτι ποὺ ἔχει τὸν δημιουργό του (ἄκτιστος, μὴ δημιουργηθείς ὑπὸ τινός, μόνο ὁ Θεὸς)

17) μεταστοιχειώνω, μεταβάλλω τὴν φύση τινός, τὸν ἀλλάζω ἐντελῶς.

18) Ὄλβιος, εὐτυχής, πλούσιος.

19) παλαιώνω, παλαιώνομαι, παλιώνω, γηράσκω, φθείρομαι.

20) προπετὴς (προπέτεια), αὐταρχικός, ἰταμός, αὐταρχισμός.

21) πρωτότοκος νεκρῶν – ὁ πρῶτος ποὺ ἐκ νεκρῶν ἀναστήθηκε (καὶ δὲν ξαναπέθανε).

22) σκυλεύω, αἰχμαλωτίζω, ἀφοπλίζω, κυριεύω.

23) συνέχω, συνέχομαι, κρατάω γερὰ στὰ χέρια μου, κρατοῦμαι, εἶμαι δέσμιος, συντηρῶ, συντηροῦμαι.

24) ὑπνόω –ῶ. Στὴν ὑμνολογία σημαίνει τὸν σύντομο (τριήμερο) θάνατο τοῦ Κυρίου («ὕπνωσας μικρόν…» κανὼν Μέγ. Σαββάτου)

25) χειρόγραφον. ( Στὴν ὑμν. ) τὸ χρεωστικὸ γραμμάτιο ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλὰ καὶ τῶν προσωπικῶν μας ἁμαρτημάτων.

26) πελεκάν (ὁ). Τὸ γνωστὸ ὡς πελεκάνος πτηνό. Ἐπιτυχὴς ἡ ἀντιπαραβολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πατέρα πελεκάνο, ποὺ σώζει τὰ μικρὰ, μισοπεθαμένα στὴ φωλιὰ πουλιά του, τὰ δηλητηριασθέντα ἀπὸ φίδι, ὅταν ἔλειψε γιὰ λίγο καὶ γιὰ ἐξεύρεση τροφῆς ἡ μάνα τους. Μὲ τὸ ράμφος ὁ πελεκὰν ἀνοίγει τὴν πλευρά του, παίρνει αἷμα καθαρὸ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ρίχνει στὸ στόμα τῶν νεοσσῶν. Ἐκεῖνα ζωντανεύουν καὶ ἐπιζοῦν, ὁ πελεκὰν ὅμως πεθαίνει (ὁ Σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἡ «ζωογόνος πλευρά του»).